ol
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
Δείτε επίσης
:
öl
Πίνακας περιεχομένων
1
Εσπεράντο (eo)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μόριο
2
Σλοβενικά (sl)
2.1
Ουσιαστικό
Εσπεράντο
(eo)
Ετυμολογία
ol
<
γερμανική
als
Μόριο
ol
(eo)
παρά
,
από
estas pli da virinoj
ol
viroj en la nova kabineto
υπάρχουν περισσότερες γυναίκες
παρά
άντρες στο νέο υπουργικό συμβούλιο
Σλοβενικά
(sl)
Ουσιαστικό
ol
(sl)
η
μπύρα
Κατηγορίες
:
Γλώσσα εσπεράντο
Μόρια (εσπεράντο)
Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
Σλοβενική γλώσσα
Ουσιαστικά (σλοβενικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Català
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Magyar
Ido
Italiano
日本語
ქართული
Қазақша
한국어
Kurdî
Кыргызча
Limburgs
Lombard
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
Nederlands
Norsk
Polski
Português
Română
Русский
Svenska
Kiswahili
Tok Pisin
Türkçe
Українська
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
Volapük
中文