ol

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
Δείτε επίσης: öl

Ετυμολογία

ol < γερμανική als

Μόριο

ol (eo)

estas pli da virinoj ol viroj en la nova kabineto
υπάρχουν περισσότερες γυναίκες παρά άντρες στο νέο υπουργικό συμβούλιο



Ουσιαστικό

ol (sl)