ψελλίζω

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 15:08, 3 Μαΐου 2018 από τον Svlioras (συζήτηση | συνεισφορές) (Ανάκληση των αλλαγών 2A01:CB05:8206:FB00:B953:38A7:CAC4:D6FA (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση 2A02:587:4109:D300:B141:2FA7:514C:BDA3)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

ψελλίζω < αρχαία ελληνική ψελλίζω

Ρήμα

ψελλίζω

  1. λέω τις λέξεις με δυσκολία
  2. μιλώ διστακτικά, φοβισμένα και γενικά χαμηλόφωνα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Ετυμολογία

ψελλίζω < ψελλίζομαι < ψελλός

Ρήμα

ψελλίζω

Συγγενικά

Σημειώσεις