ψελλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψελλίζω < αρχαία ελληνική ψελλίζω
Ρήμα
ψελλίζω
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ψελλίζω < ψελλίζομαι < ψελλός
Ρήμα
ψελλίζω
- δεν μπορώ να αρθρώσω κάποιες συλλαβές (δόκιμος μόνον ο αποθετικός ενεστώτας ψελλίζομαι ενώ το ψελλίζω μεταγενέστερο)