ψελλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

ψελλίζω < αρχαία ελληνική ψελλίζω

Ρήμα

ψελλίζω

  1. → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία

ψελλίζω < ψελλίζομαι < ψελλός

Ρήμα

ψελλίζω

  1. δεν μπορώ να αρθρώσω κάποιες συλλαβές (δόκιμος μόνον ο αποθετικός ενεστώτας ψελλίζομαι ενώ το ψελλίζω μεταγενέστερο)

Συγγενικά