Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τέχνη στη Γαλλία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αγαλματίδιο από ελεφαντοστό γνωστό ως «Η Παναγία και το βρέφος» (ύψος περίπου 25 εκατοστά) - Παρίσι, τέλη του 13ου αιώνα - Λούβρο

Η τέχνη στη Γαλλία αναφέρεται στο σύνολο της καλλιτεχνικής δημιουργίας που προέρχεται από τη γεωγραφική περιοχή της Γαλλίας. Η σύγχρονη Γαλλία ήταν ένα από τα κέντρα της ευρωπαϊκής τέχνης της Παλαιολιθικής περιόδου, από την οποία έχουν διασωθεί πολλά μεγαλιθικά μνημεία, και της εποχής του σιδήρου, από την οποία προέρχονται πολλά από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα της πρώιμης κελτικής τέχνης. Η γαλατορωμαϊκή περίοδος άφησε ένα ξεχωριστό στυλ κεραμικής, στην περιοχή γύρω από τα σύγχρονα γαλλο-γερμανικά σύνορα άνθισε η μαζική παραγωγή λεπτά διακοσμημένων αρχαίων ρωμαϊκών αγγείων, τα οποία εξάγονταν στην Ιταλία και άλλα μέρη σε μεγάλη κλίμακα. Με τη Μεροβίγγεια τέχνη επήλθαν σημαντικές αλλαγές στον τομέα των τεχνών. Η Καρολίγγεια Αναγέννηση έδωσε νέα ώθηση στις τέχνες και την αρχιτεκτονική. Από τον 6ο έως τον 10ο αιώνα η τέχνη που αναπτύχθηκε στο έδαφος της Γαλλίας ήταν ένα παρακλάδι της «βαρβαρικής τέχνης» που δέσποζε στην Ευρώπη.

Η τέχνη της σύγχρονης Γαλλίας ουσιαστικά αρχίζει τον 11ο αιώνα με την ανάπτυξη της ρομανικής τέχνης και αργότερα της γοτθικής τέχνης, που εισήγαγαν την ιστορία των γαλλικών καλλιτεχνικών τεχνοτροπιών ως διακριτών και επιδραστικών στοιχείων στην ευρύτερη ανάπτυξη της τέχνης της χριστιανικής Ευρώπης. Η έλευση της Αναγέννησης οδήγησε την Ιταλία να γίνει το κέντρο των καλλιτεχνικών εξελίξεων στην Ευρώπη. Η Γαλλία προσάρμοσε την ιταλική επίδραση αναπτύσσοντας τη Γαλλική αναγέννηση. Στο ιταλικό μπαρόκ πρόσθεσε κλασικά χαρακτηριστικά εισάγοντας τον κλασικισμό, στη συνέχεια ακολούθησαν οι τεχνοτροπίες του ροκοκό και αργότερα του νεοκλασικισμού. Κατά τον 19ο έως τα μέσα του 20ού αιώνα, η γαλλική τέχνη κατείχε ηγετικό ρόλο στο χώρο των Τεχνών.[1]

Η κυρία του Μπρασανπουί, θραύσμα από αγαλματίδιο ελεφαντόδοντου, 25.000 χρόνια πριν, Μουσείο Εθνικής Αρχαιολογίας της Γαλλίας

Η παλαιότερη γνωστή ευρωπαϊκή προϊστορική τέχνη προέρχεται από την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο πριν από 40.000 έως 10.000 χρόνια και η Γαλλία διαθέτει μια μεγάλη ποικιλία από δείγματα αυτής της εποχής: την παλαιολιθική ζωγραφική σπηλαίου στη νοτιοδυτική Γαλλία με τις προϊστορικές τοποθεσίες και ζωγραφισμένα σπήλαια της κοιλάδας του Βεζέρ στο νομό Δορδόνης με πιο αξιοσημείωτο το Σπήλαιο Λασκώ, τα σπήλαια του νομού Λοτ με χαρακτηριστικό το σπήλαιο Πες Μερλ, τα σπήλαια των Πυρηναίων όπως το σπήλαιο Νιώ, τα σπήλαια της περιοχής της κοιλάδας του Ροδανού, όπως το σπήλαιο Σωβέ. Περιλαμβάνει επίσης γλυπτά που παριστούν ζώα και μεγάλα αγαλματίδια που ονομάζονται ειδώλια της Αφροδίτης, όπως η κυρία ή Αφροδίτη του Μπρασανπουί του 25.000 π.Χ. ή η Αφροδίτη του Λεσπύγκ, που βρίσκεται στο Μουσείο του Ανθρώπου, και άλλες.[2] Διακοσμητικές χάντρες, καρφίτσες από οστά, σκαλίσματα, καθώς και κεφαλές βελών από πυρόλιθο και πέτρα είναι επίσης μεταξύ των προϊστορικών ευρημάτων από την ιστορική περιοχή της σύγχρονης Γαλλίας.

Οι γραμμές Μενέκ, οι πιο γνωστοί λίθινοι σχηματισμοί των Μεγαλιθικών μνημείων του Καρνάκ

Ένα από τα παλαιότερα ευρήματα είναι η μάσκα της Ρος-Κοτάρ, που βρέθηκε το 2002 σε σπηλιά κοντά στις όχθες του ποταμού Λίγηρα και χρονολογείται από περίπου το 33.000 π.Χ. ή και νωρίτερα (Μουστιαία περίοδος) και υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι Νεάντερταλ πιθανόν να είχαν αναπτύξει μια εξελιγμένη και περίπλοκη καλλιτεχνική παράδοση.[3]

Ο νεκρικός τύμβος του Γκαβρινίς

Στη νεολιθική περίοδο, αρχίζουν να εμφανίζονται μεγαλιθικά μνημεία, όπως τα ντολμέν, τα μενίρ και τα κρόμλεχ στη Βρετάνη στα μεγαλιθικά μνημεία του Καρνάκ και τα μεγαλιθικά μνημεία του Λοκμαριακέ, ο τύμβος του Μπαρνενές και στα νοτιοδυτικά της Γαλλίας στο νομό Σαράντ. Τα μνημεία αυτά χρονολογούνται από την 4η χιλιετία ή και παλαιότερα την 5η χιλιετία π.Χ. Στη Γαλλία υπάρχουν περίπου 5.000 μεγαλιθικά μνημεία, κυρίως στη Βρετάνη. Ο νεκρικός τύμβος στο Γκαβρινίς, ένα μικρό νησί στον κόλπο του Μορμπιάν στη νότια Βρετάνη είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα μεγαλιθικής τέχνης: ο εσωτερικός διάδρομος των 14 μέτρων είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου διακοσμημένος με διακοσμητικά γλυπτά. Το Μεγάλο σπασμένο μενίρ του Ερ Γκρα, τώρα σε τέσσερα κομμάτια, είχε αρχικά πάνω από 20 μέτρα ύψος και φέρει γλυπτές αναπαραστάσεις. Έχουν βρεθεί επίσης πολυάριθμες ζωγραφισμένες πέτρες, γυαλισμένα πέτρινα τσεκούρια και εγχάρακτα μενίρ.

Από την πρώιμη περίοδο της εποχής του σιδήρου εμφανίζονται δείγματα του πολιτισμού Χάλστατ, περίπου 1200–500 π.Χ., και Λα Τεν, ο οποίος άνθισε κατά την ύστερη εποχή του σιδήρου από το 450 π.Χ. έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Γαλατίας το 58-52 π.Χ..[4]

Κράνος του Αγκρί, Σαράντ, 350 π.Χ.
Χάλκινοι θώρακες, Μαρμές-Ωτ-Μαρν, εποχή του Χαλκού
Κρατήρας από τον τάφο του Βιξ

Η κελτική τέχνη συνδέεται με τους πρωτο-κελτικούς πολιτισμούς των τεφροδόχων υδριών (Ούρνφιλντ) (1350 π.Χ.-950 π.Χ.) και Χάλστατ (1100 π.Χ.-450 π.Χ.) και κυρίως με τον πολιτισμό Λα Τεν (450 π.Χ.-50 π.Χ.) που εξαπλώθηκαν από την κεντρική Ευρώπη κυρίως στην ανατολική Γαλλία. Αυτή η τέχνη βασίστηκε σε γηγενείς, κλασικές και ίσως, μεσογειακές και ανατολικές επιρροές.

Οι Κέλτες της Γαλατίας είναι γνωστοί μέσω πολυάριθμων τάφων και νεκρικών μνημείων που βρέθηκαν σε όλη τη Γαλλία και περιλαμβάνουν έργα μεταλλοτεχνίας, ξυλόγλυπτα και κεραμικά. [5]Από αυτή την εποχή προέρχονται επίσης οι γαλατικοί οχυρωμένοι οικισμοί (oppidum).

Η κελτική τέχνη είναι πολύ διακοσμητική, αποφεύγει τις ευθείες γραμμές και μόνο περιστασιακά χρησιμοποιεί συμμετρία, συχνά δε περιλαμβάνει πολύπλοκους συμβολισμούς. Στα τέχνεργα που έχουν βρεθεί, υπάρχουν κυρίως χρηστικά αντικείμενα, κράνη, ασπίδες και θώρακες πανοπλίας, κοσμήματα, νομίσματα, κατασκευασμένα από ορείχαλκο, σίδηρο, ασήμι ή χρυσό, πηλό, γυαλί και κόκαλο με ασύμμετρα και καμπυλόγραμμα αφηρημένα διακοσμητικά στοιχεία, λεπτοδουλεμένες επιφάνειες και προτίμηση στις φανταστικές συνθέσεις, στα σκίτσα ή στις διφορούμενες φιγούρες και την οφθαλμαπάτη. [6]Ο κελτικός τάφος του Βιξ στη σημερινή Βουργουνδία αποκάλυψε τον μεγαλύτερο χάλκινο κρατήρα της Αρχαιότητας, που πιθανότατα εισήχθη από τους Κέλτες από την Αρχαία Ελλάδα.

Αρχαίο θέατρο της Οράνζ

Η περιοχή της Γαλατίας πέρασε υπό την κυριαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον 1ο αιώνα π.Χ. έως τον 5 αιώνα μ.Χ. Η νότια Γαλλία, και ιδιαίτερα η Προβηγκία και το Λανγκεντόκ, είναι γνωστή για τα πολλά διατηρημένα γαλατορωμαϊκά μνημεία της. Το Λούγδουνο, η σύγχρονη Λυών, ήταν την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η μεγαλύτερη πόλη εκτός Ιταλίας και γέννησε δύο Ρωμαίους Αυτοκράτορες. Η πόλη έχει διατηρήσει αρκετά ρωμαϊκά μνημεία, συμπεριλαμβανομένου ενός θεάτρου.

Μνημειώδη έργα αυτής της περιόδου περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την αψίδα του Θριάμβου και το αμφιθέατρο της Οράνζ, τον Τετράγωνο ναό (Μαιζόν καρέ) στη Νιμ, έναν από τους καλύτερα διατηρημένους ρωμαϊκούς ναούς στην Ευρώπη, έναν εξαιρετικά καλά διατηρημένο ναό (ναός του Αυγούστου και της Λιβίας), αρένα και άλλα μνημεία στη Βιέν κοντά στη Λυών, το υδραγωγείο Γέφυρα του Γκαρ που βρίσκεται επίσης σε εξαιρετική κατάσταση, δύο άθικτες γαλατορωμαϊκές αρένες, την αρένα της Νιμ και την αρένα της Αρλ, τα ρωμαϊκά λουτρά, την αρένα της Λουτέτιας στο Παρίσι κ.α.

Μεροβίγγεια τέχνη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο άρθρο: Μεροβίγγεια τέχνη

Εκκλησία του Αγίου Πέτρου, τέλη του 5ου αιώνα, Βιέν (Ιζέρ)
Χρυσό δισκοπότηρο, από τον Θησαυρό του Γκουρντόν, 5ος αι.
Το δακτυλίδι της Ινγούνδη, π.532

Η μεροβίγγεια τέχνη είναι η τέχνη και η αρχιτεκτονική της φραγκικής δυναστείας των Μεροβίγγειων, η οποία διήρκεσε από τον 5ο έως τον 8ο αιώνα στη σημερινή Γαλλία, το Βέλγιο και τη Γερμανία. Η ενοποίηση του φραγκικού βασιλείου υπό τον Κλόβις Α΄ ( βασ.481–511) και ο εκχριστιανισμός του, προκάλεσε στην ανάγκη οικοδόμησης εκκλησιών και μοναστηριών. Οι πρώτοι ναοί πιθανώς αντιγράφηκαν από ρωμαϊκές βασιλικές. Δυστυχώς, οι περισσότερες από αυτές τις κατασκευές ήταν ξύλινες και δεν έχουν επιβιώσει λόγω καταστροφής από πυρκαγιές, είτε τυχαία είτε που προκλήθηκαν από τους Βίκινγκς την εποχή της εισβολής τους. Οι διασωθέντες ναοί και μονές της περιόδου είναι ελάχιστοι, το παλαιότερο χριστιανικό μνημείο της Γαλλίας Βαπτιστήριο του Αγίου Ιωάννου στο Πουατιέ, το αββαείο του Σαιν-Ζερμαίν-ντε-Πρε κ.α. Οι Μεροβίγγειοι τεχνίτες γύρω στον 7ο αιώνα ήταν γνωστοί και έφθασαν στην Αγγλία όπου ανέλαβαν την οικοδόμηση αγγλικών εκκλησιών.

Η γλυπτική περιορίστηκε στην απλή τεχνική της διακόσμησης σαρκοφάγων, βωμών και εκκλησιαστικών επίπλων και η ζωγραφική στις τοιχογραφίες εκκλησιών και στα εικονογραφημένα χειρόγραφα. [7]

Η ανάπτυξη της αργυροχρυσοχοΐας επέφερε μια αναζωπύρωση της κελτικής διακόσμησης, η οποία, με χριστιανικά ή ζωομορφικά μοτίβα, αποτελεί τη βάση της μεροβίγγειας τέχνης. [8]

Πρώιμα μεσαιωνικά γλυπτά από τον 7ο και 8ο αιώνα, έργα και κοσμήματα από χρυσό, ελεφαντόδοντο, έπιπλα, κεραμικά, βιτρό, ξυλόγλυπτα, όπλα και διακοσμημένα χειρόγραφα εκτίθενται στο Μουσείο Κλυνύ στο Παρίσι.[9]

Καρολίγγεια τέχνη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο άρθρο: Καρολίγγεια Αναγέννηση

Εξώφυλλο Ευαγγελίου (Codex Aureus), γύρω στο 870, Σαιν-Ντενί

Η Καρολίγγεια τέχνη είναι η περίοδος των 150 ετών περίπου από 750 έως 900, ευρέως γνωστή ως Καρολίγγεια Αναγέννηση. Ο Καρλομάγνος αλλά και ο διάδοχός του Λουδοβίκος ο Ευσεβής προστάτευσαν τις τέχνες, που συνδύασαν την κλασική ρωμαϊκή και παλαιοχριστιανική παράδοση με την τέχνη των γερμανικών φύλων που είχαν κατακλύσει την Ευρώπη κατά τις Μεγάλες Μεταναστεύσεις. Αναπτύχθηκαν έτσι εντελώς νέες καινοτομίες και τέθηκαν τα θεμέλια για την άνοδο της ρομανικής τέχνης και, αργότερα, της γοτθικής τέχνης στη Δύση.

Από την περίοδο σώζονται εικονογραφημένα χειρόγραφα, έργα μεταλλοτεχνίας, γλυπτά μικρής κλίμακας, ψηφιδωτά και τοιχογραφίες. Οι Καρολίγγειοι κατασκεύασαν επίσης πολλές εκκλησίες και μονές σε όλη τη Γαλλία, σημαντικά επιτεύγματα της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, όπως το αββαείο του Κλυνύ. Στα εργαστήρια συγγραφής των μοναστηριών (scriptoria) αντιγράφονταν αρχαία χειρόγραφα για την προώθηση του γραμματισμού και της πίστης.

Με το τέλος της καρολίγγειας κυριαρχίας γύρω στο 900, η ​​καλλιτεχνική παραγωγή σταμάτησε για σχεδόν τρεις γενιές καθώς τα εδάφη που αργότερα αποτέλεσαν το βασίλειο της Γαλλίας ερημώθηκαν από ένα νέο κύμα βαρβαρικών επιδρομών. Προς το τέλος 10ου αιώνα, με το κίνημα μεταρρύθμισης του αββαείου του Κλυνύ δημιουργήθηκε ένα πνεύμα αναβίωσης της έννοιας της αυτοκρατορίας και η παραγωγή τέχνης ξανάρχισε.

Κύριο άρθρο: Ρομανική τέχνη

Το αββαείο του Κλυνύ
Η Βασιλική της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής του Βεζελαί (1120 - 1150)

Κατά τον 11ο αιώνα, όπως και τον προηγούμενο, τα μοναστήρια εξακολούθησαν να παραμένουν οι εστίες όπου προετοιμαζόταν μια νέα τέχνη, η ρομανική τέχνη, όπως ονομάστηκε τον 19ο αιώνα, που επικεντρώθηκε στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και τη γλυπτική και αναπτύχθηκε στη Γαλλία, όπως και σε όλη τη Δυτική Ευρώπη, σε διάστημα 150 ετών, από περίπου το 1000 μ.Χ. έως την άνοδο του γοτθικού ρυθμού, ο οποίος εξαπλώθηκε στα μέσα του 12ου αιώνα στη Γαλλία. Στο Λανγκεντόκ, στη Βουργουνδία και τη Νορμανδία, τα μεγάλα μοναστήρια ξαναέχτισαν νέες εκκλησίες μεταμορφώνοντας τη μορφή της παλαιάς βασιλικής σε μεγαλόπρεπο οικοδόμημα με πολλά κλίτη, που η ισορροπία του στηρίζεται σε ένα σύστημα θόλων.

Περί τα τέλη του 11ου αιώνα, εμφανίστηκε πάλι μετά από πέντε αιώνες, αρχικά στην Τουλούζη και στο αββαείο του Κλυνύ, η μνημειακή γλυπτική. Τα περισσότερα ρομανικά γλυπτά ενσωματώθηκαν στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική όχι μόνο για αισθητικούς, αλλά και για δομικούς σκοπούς και είχαν επιρροές από τη βυζαντινή και την παλαιοχριστιανική γλυπτική καθώς και μοτίβα της «βαρβαρικής τέχνης», όπως οι γκροτέσκο μορφές, τα θηρία και τα γεωμετρικά μοτίβα. Για πρώτη φορά μετά την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η μνημειακή γλυπτική αναδείχθηκε ως σημαντική μορφή τέχνης. Υπήρχαν και παλαιότερα μερικά σπάνια ανάγλυφα, με αβέβαιη πλαστική απόδοση, διάσπαρτα πάνω σε επιφάνειες τοίχων. Τώρα όμως τοποθετούνται σε εμφανή σημεία του ρομανικού οικοδομήματος και είναι συγκινητικές οι αβέβαιες και διστακτικές προσπάθειες των καλλιτεχνών να αποδώσουν και πάλι την πραγματικότητα του τρισδιάστατου κόσμου. [10]

Οι προσόψεις των εκκλησιών, οι πύλες, τα περιστύλια και οι κίονες επεκτάθηκαν σε μέγεθος και διακόσμηση, όπως η πύλη του αββαείου του Μουασάκ (περ. 1110-1130). Μνημειακές πύλες και κηροπήγια, συχνά διακοσμημένα με σκηνές από τη βιβλική ιστορία πιστοποιούν τις ικανότητες των τεχνιτών της εποχής και την ζωντάνια της ρομανικής γαλλικής τέχνης. Τοιχογραφίες φιλοτεχνήθηκαν στους θόλους και τους τοίχους των εκκλησιών. Πλούσια υφάσματα και πολύτιμα αντικείμενα σε χρυσό και ασήμι, όπως δισκοπότηρα και λειψανοθήκες, παρήχθησαν σε αυξανόμενο αριθμό για να καλύψουν τις ανάγκες της λειτουργίας και να υπηρετήσουν τη λατρεία των αγίων. Τον 12ο αιώνα, τα πέτρινα γλυπτά μεγάλης κλίμακας εξαπλώθηκαν σε όλη την Ευρώπη. Στις γαλλικές ρομανικές εκκλησίες της Προβηγκίας, της Βουργουνδίας και της Ακουιτανίας, γλυπτά κοσμούσαν τις προσόψεις και τα αγάλματα ενσωματώθηκαν στους κίονες.

Μεγάλη άνθηση γνώρισε και η μικροτεχνία. Τότε εμφανίστηκαν τα βιτρώ που αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα κατά τον 12ο αιώνα.[10]

Κύριο άρθρο: Γοτθική τέχνη και Γοτθική αρχιτεκτονική

Σαιντ-Σαπέλ, Παρίσι
Η δυτική (βασιλική) πύλη στον καθεδρικό ναό της Σαρτρ, γ. 1145, αυτά τα αρχιτεκτονικά αγάλματα έγιναν πρότυπα για μια γενιά γλυπτών

Στη Γαλλία, η γοτθική τέχνη και αρχιτεκτονική αναπτύχθηκε περίπου για 300 χρόνια, από τα μέσα του 12ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα. Τα κύρια μέσα γοτθικής τέχνης ήταν η γλυπτική, η ζωγραφική σε ξύλο, το βιτρό, η τοιχογραφία και το εικονογραφημένο χειρόγραφο.

Η γοτθική αρχιτεκτονική γεννήθηκε στα μέσα του 12ου αιώνα στην Ιλ-ντε-Φρανς, όταν ο ηγούμενος Συζέ οικοδόμησε το αβαείο του Σαιν-Ντενί, περίπου το 1140, θεωρείται το πρώτο γοτθικό κτήριο, πρότυπο για τους περισσότερους γαλλικούς καθεδρικούς ναούς που ανεγέρθηκαν μαζικά τον 12ο αιώνα. Αξιοσημείωτοι γοτθικοί ναοί στη Γαλλία περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τον καθεδρικό ναό της Σαρτρ, τον καθεδρικό ναό του Σανλίς την Παναγία των Παρισίων, τον καθεδρικό ναό της Μπουρζ, τον καθεδρικό ναό της Αμιένης, τον καθεδρικό ναό της Λαν, τον καθεδρικό ναό της Ρενς, το Σαιντ-Σαπέλ στο Παρίσι, τον καθεδρικό ναό του Στρασβούργου.[11]

Η Παναγία των Παρισίων (1163–1345)

Καθώς δεν υπήρχε παράδοση γλυπτικής στην Ιλ-ντε-Φρανς, κάλεσαν γλύπτες από το δουκάτο της Βουργουνδίας οι οποίοι δημιούργησαν τις επαναστατικές μορφές που λειτουργούσαν ως κολώνες στη δυτική πύλη του καθεδρικού ναού της Σαρτρ και ήταν μια εντελώς νέα εφεύρεση στη γαλλική τέχνη. Σταδιακά οι καλλιτέχνες επηρεάστηκαν από τα αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά γλυπτά, όπως στα έργα του Φλαμανδού γλύπτη Κλάους Σλούτερ που οι μορφές του χαρακτηρίζονται από εκφραστικότητα, ρεαλισμό και όγκο. Η στροφή προς τον νατουραλισμό σηματοδότησε το τέλος της γοτθικής γλυπτικής, που μετεξελίχθηκε στο κλασικιστικό στυλ της Γαλλικής Αναγέννησης από τα τέλη του 15ου αιώνα.

Η ζωγραφική με τεχνοτροπία που μπορεί να ονομαστεί γοτθική εμφανίστηκε περίπου το 1200, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την έναρξη της γοτθικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής. Η μετάβαση από το ρομανικό στο γοτθικό ύφος είναι δυσδιάκριτη και σε καμία περίπτωση δεν ορίζεται σαφώς, αλλά παρατηρείται ένα πιο ζοφερό, σκοτεινό και συναισθηματικό ύφος από την προηγούμενη περίοδο. Αυτή η μετάβαση συμβαίνει αρχικά στην Αγγλία και τη Γαλλία γύρω στο 1200, στη Γερμανία γύρω στο 1220 και στην Ιταλία γύρω στο 1300. Η ζωγραφική, η αναπαράσταση εικόνων σε επιφάνεια, ασκήθηκε κατά τη γοτθική περίοδο σε τέσσερις τύπους: νωπογραφίες (φρέσκο), πίνακες σε ξύλο, εικονογραφημένα χειρόγραφα και βιτρό. Οι νωπογραφίες συνέχισαν να χρησιμοποιούνται ως το κύριο εικονογραφικό είδος στους τοίχους των εκκλησιών στη νότια Ευρώπη ως συνέχεια των παλαιοχριστιανικών και ρομανικών παραδόσεων. Στα βόρεια, το βιτρό παρέμεινε η κυρίαρχη μορφή τέχνης μέχρι τον 15ο αιώνα.[12]

Στα τέλη του 14ου αιώνα και κατά τον 15ο αιώνα γαλλικές πριγκιπικές αυλές όπως αυτές των δουκών της Βουργουνδίας, του δούκα του Ανζού ή του δούκα του Μπερί, καθώς και του πάπα και των καρδινάλιων στην Αβινιόν απασχολούσαν διάσημους ζωγράφους, όπως οι αδελφοί Λίμπουρχ, Μπαρτελεμύ ντ' Άικ, Ανγκεράν Καρτόν και Ζαν Φουκέ, οι οποίοι ανέπτυξαν τον λεγόμενο διεθνή γοτθικό ρυθμό που διαδόθηκε στην Ευρώπη και ενσωμάτωσε τη νέα φλαμανδική επιρροή καθώς και τις καινοτομίες των Ιταλών καλλιτεχνών της πρώιμης Αναγέννησης.

Γαλλική αναγέννηση - 16ος αιώνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο άρθρο: Γαλλική Αναγέννηση

Άρτεμις κυνηγέτις, Σχολή του Φονταινεμπλώ (1550–60), Λούβρο

Από τα τέλη του 15ου αιώνα, οι γαλλικοί Ιταλικοί πόλεμοι και η εγγύτητα της ζωντανής αυλής του δουκάτου της Βουργουνδίας και των άλλων πριγκιπικών αυλών με τις φλαμανδικές διασυνδέσεις τους, έφεραν τους Γάλλους σε επαφή με τις ιδέες, την αρχιτεκτονική, τους πίνακες ζωγραφικής και το δημιουργικό πνεύμα της Βόρειας και της Ιταλικής Αναγέννησης. Οι αρχικές καλλιτεχνικές αλλαγές εκείνη την εποχή στη Γαλλία συντελέστηκαν από Ιταλούς και Φλαμανδούς καλλιτέχνες, όπως ο Ζαν Κλουέ και ο γιος του Φρανσουά Κλουέ, μαζί με τους Ιταλούς, τον Ρόσσο Φιορεντίνο, τον Φραντσέσκο Πριματίτσο και τον Νικολό ντελ’Αμπάτε της αποκαλούμενης πρώτης Σχολής του Φονταινεμπλώ, από το 1531. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι προσκλήθηκε επίσης στη Γαλλία από τον Φραγκίσκο Α' το 1516, αλλά εκτός από τους πίνακες που έφερε μαζί του, παρήγαγε ελάχιστα για τον Γάλλο βασιλιά καθώς μετά από τρία χρόνια πέθανε.[13]

Η τέχνη της περιόδου έως το 1610 συχνά εμπνέεται σε μεγάλο βαθμό από όψιμες ιταλικές εικονογραφικές και γλυπτικές τεχνικές που συνήθως αναφέρονται ως Μανιερισμός, ο οποίος συνδέεται μεταξύ άλλων με τα έργα του Μιχαήλ Άγγελου καθώς και του Παρμιτζανίνο. [14]Χαρακτηρίζεται από μορφές επιμήκεις και την εισαγωγή της αλληγορίας και της μυθολογίας. Σημαντικός Γάλλος ζωγράφος της εποχής ήταν ο Ζαν Φουκέ.

Στην αρχιτεκτονική, το μεγαλύτερο επίτευγμα της Γαλλικής Αναγέννησης ήταν η κατασκευή των κάστρων της κοιλάδας του Λίγηρα, μεγαλοπρεπείς πύργοι που παρουσιάζουν αξιοσημείωτη αρχιτεκτονική τεχνική.

Μπαρόκ και κλασικισμός - 17ος αιώνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης: Γαλλική τέχνη του 17ου αιώνα, Στυλ Λουδοβίκου ΙΓ΄, Στυλ Λουδοβίκου ΙΔ΄

Et in Arcadia ego (Οι Βοσκοί της Αρκαδίας), Νικολά Πουσέν, 1639, Μουσείο του Λούβρου

Ο 17ος αιώνας ήταν ο Χρυσός αιώνας για τη γαλλική τέχνη σε όλους τους τομείς. Στις αρχές του αιώνα, οι τάσεις του ύστερου μανιερισμού και του πρώιμου μπαρόκ άνθιζαν στην αυλή της Μαρίας των Μεδίκων και του Λουδοβίκου ΙΓ΄, με επιρροές κυρίως από τη βόρεια Ευρώπη, την ολλανδική και τη φλαμανδική σχολή, τα έργα του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς και τη φλαμανδική μπαρόκ.[15]

Σαλόνι κυριών, 1636, Αβραάμ Μπος
Η Εκπαίδευση της Παναγίας, Ζωρζ ντε Λα Τουρ, περ. 1650, Συλλογή Φρικ, Νέα Υόρκη

Πολλοί νέοι Γάλλοι ζωγράφοι των αρχών του αιώνα, όπως ο Νικολά Πουσέν, ο Κλωντ Λορραίν, ο Βαλεντέν ντε Μπουλόνι και ο Σιμόν Βουέ ταξίδεψαν στη Ρώμη για να εκπαιδευτούν και σύντομα αφομοίωσαν την επιρροή του Καραβάτζο, το μπαρόκ ύφος του, ύφος μεγαλειώδες και υποβλητικό με πνευματικότητα και έκφραση βαθιών συναισθημάτων. [16]Στον Βουέ αποδίδεται η εισαγωγή του μπαρόκ στη Γαλλία. Αλλά η γαλλική ζωγραφική απομακρύνθηκε σύντομα από την υπερβολή και τον νατουραλισμό του ιταλικού μπαρόκ και ζωγράφοι όπως ο Εστάς Λε Συέρ και ο Λωράν ντε Λα Ιρ, ακολουθώντας το παράδειγμα του Νικολά Πουσέν ανέπτυξαν έναν κλασικιστικό τρόπο γνωστό ως Παρισινό αττικισμό, εμπνευσμένο από την Αρχαιότητα, εστιάζοντας στην αναλογία, την αρμονία και τη σημασία του σχεδίου. Ακόμη και ο Σιμόν Βουέ, μετά την επιστροφή του από την Ιταλία, άλλαξε την τεχνοτροπία του σε ένα πιο μετρημένο αλλά ακόμα εξαιρετικά διακοσμητικό και κομψό στυλ.

Οικογένεια χωρικών, αδελφοί Λε Ναιν, Λούβρο

Θρησκευτικά έργα και σκηνές καθημερινής ζωής από τη ζωή της μεσαίας τάξης απεικόνισε ο Ζωρζ ντε Λα Τουρ, εκπρόσωπος της σχολής των Καραβατζιστών στη Γαλλία. Σκηνές από τη ζωή των χωρικών εμφανίστηκαν στους πίνακες των τριών αδελφών Λε Ναιν. Οι πίνακες του Φιλίπ ντε Σαμπέν διακρίνονται για την αυστηρότητα της σύνθεσης. Φιλοτέχνησε πορτρέτα του καρδινάλιου Ρισελιέ και όλης της βασιλικής αυλής αλλά και πιο στοχαστικά πορτρέτα απλών ανθρώπων, ψυχολογικά και αδιαπέραστα. Άλλοι Γάλλοι ζωγράφοι της μπαρόκ ζωγραφικής είναι ο Σαρλ Λε Μπρεν, ο Υασίντ Ριγκώ, ο Αβραάμ Μπος, ο Τροφίμ Μπιγκό και ο Πιέρ Μινιάρ.

Στην αρχιτεκτονική, αρχιτέκτονες όπως οι Σαλομόν ντε Μπρος, Φρανσουά Μανσάρ και Ζακ Λεμερσιέ συνέβαλαν στον καθορισμό της γαλλικής μορφής του μπαρόκ, αναπτύσσοντας τον τύπο του αστικού μεγάρου.

Κάστρο του Βω-λε-Βικόντ, έργο του Λουί Λε Βω

Από τα μέσα έως τα τέλη του 17ου αιώνα, η γαλλική τέχνη αναφέρεται συχνότερα με τον όρο κλασικισμός, με τήρηση ορισμένων κανόνων αναλογίας και βαρύτητας που δεν εφαρμόζονταν στο ευρωπαϊκό μπαρόκ κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. Επί Λουδοβίκου ΙΔ΄, το μπαρόκ όπως αναπτύσσονταν στην Ιταλία, δεν άρεσε στη Γαλλία, για παράδειγμα, η πρόταση του διεθνούς ακτινοβολίας Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι για τον επανασχεδιασμό του Λούβρου απορρίφθηκε από τον Λουδοβίκο ΙΔ΄ που προτίμησε τις πιο αυστηρές και κλασικές προτάσεις του Γάλλου Κλωντ Περώ.[17]

Τμήμα της Αίθουσας των κατόπτρων στο ανάκτορο των Βερσαλλιών

Μέσα από τους πολέμους και τα μεγάλα αρχιτεκτονικά έργα, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ ξεκίνησε ένα τεράστιο πρόγραμμα σχεδιασμένο για τη δόξα της Γαλλίας και του εαυτού του και έγινε ο καθοριστικός παράγοντας του γούστου και της εξουσίας στην Ευρώπη και τόσο το κτήριο όσο και η εθιμοτυπία στις Βερσαλλίες αντιγράφηκαν από άλλες ευρωπαϊκές αυλές. Το ανάκτορο των Βερσαλλιών, αρχικά ένα μικροσκοπικό κυνηγετικό καταφύγιο που χτίστηκε από τον πατέρα του, το μετέτρεψε στο πιο λαμπρό παλάτι της Ευρώπης, υπό τη διεύθυνση των αρχιτεκτόνων Λουί Λε Βω (που είχε επίσης κατασκευάσει το κάστρο του Βω-λε-Βικόντ) και Ζυλ Αρντουάν Μανσάρ (που έκτισε την εκκλησία του μεγάρου των Απομάχων στο Παρίσι), του ζωγράφου και σχεδιαστή Σαρλ Λε Μπρεν και του αρχιτέκτονα τοπίου Αντρέ Λε Νοτρ ο οποίος τελειοποίησε τη μορφή του γαλλικού κήπου που διαδόθηκε από τις Βερσαλλίες σε όλη την Ευρώπη.

Στη ζωγραφική, ο Αντουάν Κουαπέλ, ο Υασίντ Ριγκώ, ο Νικολά ντε Λαρζιλιέρ, ο Σαρλ ντε Λα Φος, ο Ζαν Ζουβενέ και ο Πιερ Μινιάρ δημιούργησαν πορτρέτα, ιστορικούς πίνακες, βιβλικά, μυθολογικά και αλληγορικά έργα.

Για τη γλυπτική, η βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΔ΄ αποδείχθηκε επίσης σημαντική χάρη στην προστασία του βασιλιά σε καλλιτέχνες όπως ο Πιερ Πυζέ, ο Φρανσουά Ζιραρντόν και ο Αντουάν Κουαζεβό.

Ροκοκό και νεοκλασικισμός - 18ος αιώνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης: Γαλλική τέχνη του 18ου αιώνα

Φραγκονάρ, Η τυφλόμυγα, 1750 – 1752, Μουσείο Τέχνης του Τολέδο (Οχάιο)

Ο θάνατος του Λουδοβίκου ΙΔ΄ το 1715 σηματοδότησε την αρχή μιας επταετούς περιόδου κοινωνικής ελευθεριότητας κατά την περίοδο της ανηλικότητας του Λουδοβίκου ΙΕ΄ με την Αντιβασιλεία του Φίλιππου Β' της Ορλεάνης. Αυτή η αλλαγή έδωσε τον τόνο της καλλιτεχνικής παραγωγής στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα, καθώς το ενδιαφέρον στράφηκε προς αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως τεχνοτροπία ροκοκό, με εφαρμογή κυρίως στις διακοσμητικές τέχνες και τη ζωγραφική, που χαρακτηρίζεται από ελαφρά θέματα και παρουσιάζει μια ευχάριστη εικόνα της κοινωνίας.[18] Χαρακτηριστικές είναι οι μυθολογικές σκηνές του Ζαν-Φρανσουά ντε Τρουά, οι «υπαίθριες γιορτές» του Αντουάν Βαττώ και του Νικολά Λανκρέ οι χαριτωμένες καθημερινές σκηνές του ο Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ και οι ηδονικοί πίνακες του Φρανσουά Μπουσέ. Ωστόσο, η Βασιλική Ακαδημία συνέχισε να κυριαρχεί στον κόσμο της γαλλικής τέχνης. Όλοι οι παραπάνω καλλιτέχνες ήταν μέλη της και ο Μπουσέ, ο οποίος ονομάστηκε Πρώτος Ζωγράφος του Βασιλιά το 1765, κατείχε επίσημα αξιώματα στην Ακαδημία.

Ζακ-Λουί Νταβίντ, Ο όρκος των Ορατίων, 1785

Δύο σημαντικές καλλιτεχνικές εξελίξεις προέκυψαν κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Πρώτον, η φιλοσοφία του Διαφωτισμού ενθάρρυνε την αντίστοιχη προσοχή στον ρεαλισμό στην τέχνη, όπως φαίνεται στο έργο του Ζαν Σιμεόν Σαρντέν, κυρίως νεκρές φύσεις και καθημερινές σκηνές μεσοαστικών νοικοκυριών. Δεύτερον, στο δεύτερο μέρος του αιώνα ο νεοκλασικισμός οδήγησε στην αναβίωση του ενδιαφέροντος για τα θέματα και την αισθητική της κλασικής αρχαιότητας: δηλαδή, ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον στα ιστορικά θέματα. [19]

Η νηφαλιότητα της νεοκλασικής τέχνης θεωρείται συνήθως αντίθετη προς την πληθωρικότητα του ροκοκό, αλλά καλλιτέχνες όπως ο Ζαν-Μπατίστ Γκρεζ εργάστηκαν και στα δύο στυλ. Στη ζωγραφική, ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού στη Γαλλία είναι ο Ζακ-Λουί Νταβίντ. Εμφανίστηκε από τη δεκαετία του 1780 και η θεματολογία του αφορούσε την κλασική ιστορία αλλά είναι περισσότερο γνωστός για τις σκηνές της ζωής του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Α΄και προσώπων της Γαλλικής επανάστασης, όπως Ο θάνατος του Μαρά (1793).[20]

Το Πάνθεον (1764–1812)

Τα πολιτικά φορτισμένα έργα του Νταβίντ αντανακλούσαν την αυξανόμενη δημόσια δυσαρέσκεια για τη γαλλική μοναρχία και τα ελληνικά και ρωμαϊκά θέματα επιλέγονταν επίσης συχνά για να προωθήσουν τις αξίες της δημοκρατίας. Η δημοτικότητα του ρεύματος του νεοκλασικισμού στη Γαλλία προωθήθηκε και από διανοούμενους όπως ο Ντιντερό, σε αντίδραση προς την ελαφρότητα του ροκοκό.

Μια προ-ρομαντική πτυχή στην καλλιτεχνική έκφραση βρίσκεται στις εικόνες ερειπίων στα έργα του Υμπέρ Ρομπέρ.

Η γαλλική νεοκλασική αρχιτεκτονική συνεισέφερε σε μεγάλο βαθμό στα οικοδομήματα της Γαλλικής Επανάστασης, όπως αποτυπώνεται στην εκκλησία της Μαντλέν (ξεκίνησε το 1764 και ολοκληρώθηκε το 1842) που έχει τη μορφή ελληνικού ναού και στο Πάνθεον (1764–1812) που σήμερα στεγάζει τους τάφους μεγάλων Γάλλων. Ο ορθολογισμός και η απλότητα της κλασικής αρχιτεκτονικής θεωρούνταν στην εποχή του Διαφωτισμού ως επαναστατικά στοιχεία, αντίθετα προς τα έργα του ύστερου μπαρόκ, που είχαν συνδεθεί με την περίοδο της βασιλείας.[21]

Δείτε επίσης: Γαλλική τέχνη του 19ου αιώνα

Ενγκρ, Η αποθέωση του Ομήρου, 1823, Λούβρο

Κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, στο γαλλικό καλλιτεχνικό προσκήνιο κυριαρχούσαν αφενός οι Ζακ-Λουί Νταβίντ και ο Ζαν Ωγκύστ Ντομινίκ Ενγκρ, οι οποίοι συνέχισαν τη νεοκλασική παράδοση δίνοντας έμφαση στη γραμμική καθαρότητα, και αφετέρου ο Ευγένιος Ντελακρουά, κυριότερος εκπρόσωπος του νέου ανερχόμενου ρεύματος του Ρομαντισμού, που υπερασπιζόταν την εκφραστική, ρομαντική χρήση του χρώματος σε αντίθεση με τη γραμμή. Και τα δύο ρεύματα επηρέασαν σημαντικά μια νέα γενιά ζωγράφων που προσπάθησαν να δώσουν τις δικές τους προσωπικές απαντήσεις στις πολιτικές ανατροπές της εποχής τους.[22]

Ντελακρουά,Το σκάφος του Δάντη, 1822

Οι ρομαντικές τάσεις συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια του αιώνα, ωστόσο τόσο η τοπιογραφία της σχολής της Μπαρμπιζόν όσο και ο Ρεαλισμός με κυριότερους εκπροσώπους τους Γκυστάβ Κουρμπέ, Ζαν Φρανσουά Μιγέ, Ονορέ Ντωμιέ, και Ζαν-Μπατίστ Καμίλ Κορό, που εμφανίστηκε από τα μέσα του 19ου και ως αντίπαλον δέος αφενός μεν του Ρομαντισμού και αφετέρου του Ακαδημαϊσμού και γενικά των ιστορικών συνθέσεων, είναι εξελίξεις της ρομαντικής περιόδου.

Για 200 χρόνια, η Ακαδημία, η Σχολή Καλών Τεχνών και το Σαλόν (η επίσημη έκθεση) είχαν καλλιεργήσει τη γαλλική εθνική καλλιτεχνική παράδοση. Αλλά από τα μέσα του 19ου αιώνα το ακαδημαϊκό σύστημα άρχισε να χάνει τη σημασία του για τους νεότερους καλλιτέχνες.

Ρενουάρ, Ο χορός στο Μουλέν ντε λα Γκαλέτ, 1876, Παρίσι, Μουσείο Ορσέ
Τουλούζ-Λωτρέκ, Χορός στο Μουλέν Ρουζ, 1890, Φιλαδέλφεια, Μουσείο Τέχνης

Κατά τις δεκαετίες του 1860 και του 1870, οι καλλιτέχνες που αργότερα έγιναν γνωστοί ως Ιμπρεσιονιστές, οι σημαντικότεροι ήταν ο Κλωντ Μονέ, ο Πιερ Ωγκύστ Ρενουάρ, ο Καμίλ Πισαρό, ο Άλφρεντ Σίσλεϋ και ο Εντγκάρ Ντεγκά, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η εξιδανικευμένη παρουσίαση της ακαδημαϊκής τέχνης ήταν τυποποιημένη και τεχνητή. Το σχετικά χαλαρό, ανοιχτό πινέλο τους υπογράμμιζε την ελευθερία τους από τη σχολαστικά λεπτομερή ακαδημαϊκή τεχνοτροπία. Ήταν καινοτόμοι και στο θέμα τους, επιλέγοντας μοτίβα που δεν δίδασκαν ή κήρυτταν, όπως τοπία ή συνηθισμένες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, που θεωρούνταν ασήμαντα ή δευτερεύοντα από την Ακαδημία. Συχνά οι κριτικές επιτροπές, στις οποίες κυριαρχούσαν οι ακαδημαϊκοί, απέρριπταν τους πίνακες των νέων καλλιτεχνών. Έτσι, δημιούργησαν την πρώτη ομαδική έκθεση ανεξάρτητη από το επίσημο Σαλόν, η οποία παρουσίασε συνολικά οκτώ εκθέσεις και επιβίωσε από το 1874 μέχρι το 1886.

Το τολμηρό ιμπρεσιονιστικό εγχείρημα ανέτρεψε τους ισχύοντες καλλιτεχνικούς θεσμούς και απελευθέρωσε τους καλλιτέχνες, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να εξερευνήσουν νέες μορφές έκφρασης. Μια ποικιλία τεχνοτροπιών προέκυψε μετά την ολοκλήρωση του κινήματος του ιμπρεσιονισμού. Ο μετα-ιμπρεσιονισμός, που συνήθως συνδέεται με τον Ζωρζ Σερά, τον Πωλ Σεζάν, τον Πωλ Γκωγκέ, τον Βαν Γκογκ και τον Τουλούζ-Λωτρέκ, διαφοροποιήθηκε από τις νατουραλιστικές και ρεαλιστικές παρορμήσεις που είχαν διαμορφώσει τον ιμπρεσιονισμό.[23] Προς το τέλος του 19ου αιώνα αναπτύχθηκε το ρεύμα του συμβολισμού, με κύριους εκπροσώπους τους Γκυστάβ Μορώ, Πιέρ Πυβί ντε Σαβάν και Οντιλόν Ρεντόν και με σημαντικό αντίκτυπο στην εξέλιξη της τέχνης του 20ού αιώνα.

  1. . «about-france.com/art/history-of-art». 
  2. . «passipoularidou.wordpress.com/Ανακάλυψη μιας μικρής παλαιολιθικής Αφροδίτης εξαιρετικά διατηρημένης στις ανασκαφές στην Amiens». 
  3. . «web.archive.org/web/Is this the infancy of art? Or the art of an infant?A possible Neanderthal face from La Roche-Cotard, France.pdf» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Οκτωβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2021. CS1 maint: Unfit url (link)
  4. . «slideplayer.gr/Κελτικός πολιτισμός». 
  5. . «musee-archeologienationale.fr/collection/objet/cuirasse-de-marmesse». 
  6. . «kathimerini.gr/culture/i-idiomorfi-paroysia-tis-keltikis-technis/». 
  7. . «hisour.com/merovingian-art-». 
  8. . «encyclopedia2.thefreedictionary.com/Merovingian+Art». 
  9. . «musee-moyenage.fr/». 
  10. 10,0 10,1 Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα, τομ.16, σελ. 122
  11. . «pdf.sciencedirectassets.com/Characteristics of Gothic Cathedrals in France» (PDF). 
  12. . «smarthistory.org/medieval-europe-byzantium/gothic-art/gothic-art-in-france/». 
  13. . «panoramadelart.com/focus-renaissance-francaise». 
  14. . «theartstory.org/movement/mannerism/». 
  15. . «britannica.com/place/France/French-culture-in-the-17th-century». 
  16. . «visual-arts-cork.com/history-of-art/french-baroque-artists». 
  17. . «about-france.com/art/baroque-to-rococo». 
  18. . «theculturetrip.com/europe/france/paris/articles/rococo-the-height-of-french-flamboyancy/». 
  19. . «artsy.net/article/artsy-editorial-french-art-history-in-a-nutshell». 
  20. . «britannica.com/art/Neoclassicism». 
  21. . «courses.lumenlearning.com/boundless-arthistory/chapter/neoclassicism/». 
  22. . «cosmovisions.com/peintureFranceRomantisme». 
  23. . «roemerholz.ch/sor/fr/home/museum/la-collection/les-epoques/france--xixe-et-debut-du-xxe-siecle---postimpressionnisme».