Παπάγια
Παπάγια | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Δέντρο και καρποί παπάγιας, από το έργο του Koehler Medicinal-Plants (1887)
| ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
Σύστημα: κατά CRONQUIST, 1981 | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Παπάγια η καρική Carica papaya L. |
Η παπάγια (papaya, από τη γλώσσα των Καραΐβων μέσω της ισπανικής, είναι ο καρπός του φυτού Carica papaya, του γένους Καρική (Carica). Αποτελεί ιθαγενές φυτό των τροπικών χωρών της Αμερικής. Καλλιεργούνταν στο Μεξικό πολλούς αιώνες πριν την έλευση των κλασικών μεσοαμερικανικών πολιτισμών. Μερικές φορές καλείται και «δεντροπέπονο» ή "pawpaw", ωστόσο το νοτιοαμερικάνικο pawpaw αποτελεί ένα διαφορετικό είδος, του γένους Asimina.
Πρόκειται για φυτό που μοιάζει με δένδρο. Ο βλαστός του φτάνει σε ύψος τα 5-10 μ. και τα φύλλα του περιορίζονται στην κορυφή του κορμού και είναι διατεταγμένα σε σπείρες. Τα φύλλα είναι μεγάλα και η διάμετρός τους κυμαίνεται από 50-70 εκατοστά. Ο καρπός είναι ώριμος όταν μαλακώσει (όπως το ώριμο αβοκάντο ή και πιο μαλακός) και η φλούδα του έχει χρώμα ώχρας προς πορτοκαλί. Η γεύση του φρούτου προσιδιάζει σε εκείνη του λωτού και του πεπονιού. Κύριος εχθρός του είναι ένα είδος μύγας, με την ονομασία "Papaya Fruit Fly". To έντομο αυτό μοιάζει με σφήκα και γεννά τα αυγά του στο νεαρό φυτό.
Είναι το πρώτο οπωροφόρο δέντρο του οποίου το γονιδίωμα αποκρυπτογραφήθηκε[1]
Καλλιέργεια και χρήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη Χαβάη καλλιεργούνται δύο ποικλίες γενετικά τροποποιημένης παπάγιας, η SunUp και η Rainbow, από τη δεκαετία του 1990.[2] Ως το 2004, οι μη γενετικά τροποποιημένες και οι βιολογικές παπάγιες επιμολύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις γενετικά μεταλλαγμένες ποικιλίες.[3] Πατρίδα της παπάγιας είναι το νότιο Μεξικό, η Κεντρική Αμερική και η βορειότερη Νότια Αμερική. Σήμερα το φυτό καλλιεργείται στις περισσότερες χώρες με τροπικό κλίμα, όπως στη Βραζιλία, την Ινδία, τη Νότια Αφρική, τη Σρι Λάνκα και τις Φιλιππίνες, αλλά κ στη Νότια Κρήτη (Σιδωνια)
Το ώριμο φρούτο τρώγεται συνήθως ωμό, χωρίς τη φλούδα ή τα κουκούτσια. Το άγουρο πράσινο φρούτο μπορεί να φαγωθεί μαγειρεμένο, ειδικά σε κάρι, σαλάτα και σιγοβρασμένο.Τόσο το πράσινο φρούτο όσο και το ώριμο είναι πλούσια σε ένα ένζυμο, που ονομάζεται παπαΐνη. Αυτό είναι πρωτεάση, που έχει τη δυνατότητα να διαλύει τις σκληρές ίνες του κρέατος, κάτι που ανακαλύφθηκε αιώνες πριν από τους αυτόχθονες Αμερικανούς. Διατίθεται σε ταμπλέτες για τη θεραπεία προβλημάτων που αφορούν την πέψη. Η πράσινη παπάγια, ωμή αλλά και μαγειρεμένη, χρησιμοποιείται στην κουζίνα της Ταϊλάνδης.[4]
Η παπαΐνη χρησιμοποιείται από πολλούς κατοίκους των χωρών όπου καλλιεργούνται οι παπάγιες, για τη θεραπεία τραυμάτων από αιχμηρά εργαλεία, για εξανθήματα, τσιμπήματα και εγκαύματα. Χρησιμοποιείται ως φάρμακο σε αλοιφή. Ο Χάρισον Φορντ είχε χρησιμοποιήσει παπαΐνη στην πλάτη του για τη θεραπεία του στη διάρκεια γυρισμάτων της ταινίας από τη σειρά «Ιντιάνα Τζόουνς».[5]
Επίσης, ιατρικές έρευνες σε ζώα επιβεβαίωσαν την αντισυλληπτική και αμβλωτική ιδιότητα του φυτού. Οι σπόροι του επίσης έχουν αντισυλληπτικές ιδιότητες στους αρσενικούς πιθήκους (σε συγκεκριμένο είδος).[6][7]
Οι μαύροι σπόροι είναι εδώδιμοι και έχουν στυφή, πιπεράτη γεύση. Πολλές φορές αλέθονται και χρησιμοποιούνται σε αντικατάσταση του μαυροπίπερου. Σε μερικές περιοχές της Ασίας σιγοψήνουν τα νεαρά φύλλα της παπάγιας και τα τρώνε, όπως το σπανάκι.
Αλλεργίες και παρενέργειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχη κατά τη συγκομιδή, καθώς η παπάγια εκκρίνει ένα υγρό όταν δεν είναι αρκετά ώριμη και αυτό μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό και αλλεργική αντίδραση σε ορισμένα άτομα. Ο καρπός επίσης περιέχει ένα αλκαλοειδές, που λέγεται καρπαΐνη, και είναι επικίνδυνο σε μεγάλες ποσότητες. Το αλκαλοειδές αυτό περιέχεται επίσης στους σπόρους και στα φύλλα.
Φαρμακευτική χρήση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Μότσε συχνά απεικόνιζαν παπάγιες στα κεραμικά τους.[8]
- Το ώριμο φρούτο θεραπεύει την τριχοφυτίαση, ενώ οι άγουροι καρποί θεραπεύουν την υπέρταση και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αφροδισιακά.
- Τοπικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο καρπός για επούλωση πληγών στο δέρμα.[1].
- Ο χυμός του φρούτου και ειδικά τα ένζυμα που περιέχει μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη μείωση των γαστρεντερικών αερίων.
- Οι σπόροι του είναι αντιφλεγμονώδεις και αναλγητικοί, μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία των πόνων στο στομάχι. αλλά και για μυκητιάσεις[1].
- Τα φύλλα χρησιμοποιούνται ως τονωτικό για την καρδιά, αναλγητικό και για τη θεραπεία του στομαχόπονου.[1].
- Οι ρίζες χρησιμοποιούνται επίσης ως αναλγητικό[2].
Πινακοθήκη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]-
Δέντρο παπάγια
-
Φύλλο παπάγιας
-
Θηλυκά άνθη
-
Παπάγια
-
Βλαστός με άγουρο καρπό
-
Παπάγια της Χαβάης
-
Φυτό παπάγια στην Ινδία
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Πανεπιστήμιο της Γρανάδα». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Δεκεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2008.
- ↑ «Rainbow». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Ιανουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2008.
- ↑ «Grain.org». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Σεπτεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2008.
- ↑ «Συνταγή για σαλάτα με πράσινη παπάγια- ThaiTable.com». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2008.
- ↑ Entry on Harrison Ford's back treatment.
- ↑ Lohiya, N. K.; B. Manivannan, P. K. Mishra, N. Pathak, S. Sriram, S. S. Bhande, and S. Panneerdoss (March 2002). «Chloroform extract of Carica papaya seeds induces long-term reversible azoospermia in langur monkey». Asian Journal of Andrology 4: 17–26. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2008-12-14. https://web.archive.org/web/20081214191713/http://www.asiaandro.com/1008-682X/4/17.htm. Ανακτήθηκε στις 18-11-2006.
- ↑ Oderinde, O. «Abortifacient properties of Carica papaya (Linn) seeds in female Sprague-Dawley rats». Niger Postgrad Medical Journal. PMID 12163882.
- ↑ Berrin, Katherine & Larco Museum. The Spirit of Ancient Peru:Treasures from the Museo Arqueológico Rafael Larco Herrera. New York: Thames and Hudson, 1997.