Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κολασμένη αγάπη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κολασμένη αγάπη
(Double Indemnity)
ΣκηνοθεσίαΜπίλι Γουάιλντερ
ΠαραγωγήΜπόμπι Ντα Σίλβα
Τζόζεφ Σίστρομ
ΣενάριοΜπίλι Γουάιλντερ
Ρέιμοντ Τσάντλερ
Τζέιμς Μ. Κέιν (Μυθιστόρημα)
Βασισμένο σεDouble Indemnity
ΠρωταγωνιστέςΜπάρμπαρα Στάνγουικ
Φρεντ ΜακΜάρεϊ
Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον
ΜουσικήΜίκλος Ρόζα
ΦωτογραφίαΤζον Φ. Σάιτς
ΜοντάζDoane Harrison
ΕνδυματολόγοςΊντιθ Χεντ
Εταιρεία παραγωγήςParamount Pictures
ΔιανομήParamount Pictures και Netflix
Πρώτη προβολήCountry flag 9/6/1944
Κυκλοφορία1944
Διάρκεια109 λεπτά
ΠροέλευσηΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΓλώσσαΑγγλικά
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Η Μπάρμπαρα Στάνγουικ και ο Φρεντ ΜακΜάρεϊ σε σκηνή της ταινίας

Το Κολασμένη αγάπη (Πρωτότυπος τίτλος: Double Indemnity) γνωστό κι ως Με διπλή αποζημίωση είναι αμερικανικό φιλμ νουάρ του 1944, σε σκηνοθεσία Μπίλι Γουάιλντερ βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζέιμς Μ. Κέιν. Η διασκευή του σεναρίου έγινε από τον ίδιο το Γουάιλντερ, σε συνεργασία με το συγγραφέα αστυνομικών διηγημάτων Ρέημοντ Τσάντλερ.

Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Φρεντ ΜακΜάρεϊ ως πωλητής ασφαλίσεων Γουόλτερ Νεφφ, ο οποίος συνωμοτεί με μια γυναίκα ( Μπάρμπαρα Στάνγουικ) να σκοτώσουν τον σύζυγό της προκειμένου να διεκδικήσουν μια πληρωμή ασφάλισης ζωής, κινώντας ταυτόχρονα την υποψία του διευθυντή αποζημιώσεων Μπάρτον Κις (Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον). Ο πρωτότυπος αγγλικός τίτλος αναφέρεται σε μια ρήτρα «διπλής αποζημίωσης» που διπλασιάζει τις πληρωμές ασφάλισης ζωής όταν ο θάνατος επέρχεται με στατιστικά σπάνιο τρόπο.

Η ταινία έλαβε την εύνοια των κριτικών μετά την πρεμιέρα της και προτάθηκε για 7 βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας χωρίς όμως να κερδίσει κάποιο. Το 2007 έλαβε την 29η θέση στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών που θεσπίστηκε από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, ενώ το 1992 χαρακτηρίστηκε από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.[1]

Τραυματισμένος μετά από πυροβολισμό, ο πωλητής ασφαλίσεων Γουόλτερ Νεφ σκοντάφτει στο γραφείο του στο Λος Άντζελες. Ηχογραφεί μια ομολογία για τον διευθυντή αξιώσεων Μπάρτον Κις.

Ένα χρόνο νωρίτερα, ο Γουόλτερ φλερτάρει με τη Φίλις Ντίτριχσον  κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στο σπίτι για την ασφάλεια αυτοκινήτου του συζύγου της. Η Φίλις ρωτά για τη λήψη μιας πολιτικής για τη ζωή του συζύγου της εν αγνοία του. Συμπεραίνοντας ότι σκέφτεται τη δολοφονία, ο Γουόλτερ δεν θέλει να έχει καμία ανάμειξη, αλλά είναι γοητευμένη μαζί της. Αργότερα, η Φίλις επισκέπτεται το διαμέρισμά του, όπου καταστρώνει ένα σχέδιο για να κάνει τον σύζυγό της να υπογράψει ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής χωρίς να το καταλάβει, στη συνέχεια να τον δολοφονήσει και να το εμφανίσει ως ατύχημα προκειμένου να ενεργοποιήσει τη ρήτρα διπλής αποζημίωσης του συμβολαίου.

Ο Γουόλτερ βάζει όντως τον Ντίτριχσον να υπογράψει το συμβόλαιο πείθοντάς τον ότι είναι αντίγραφο της ανανέωσης της ασφάλισης του αυτοκινήτου του, αλλά ο Ντίτριχσον σπάει απροσδόκητα το πόδι του πριν γίνει ο φόνος, καθυστερώντας το σχέδιο.

Ο Γουόλτερ κρύβεται στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου της Φίλις ενώ οδηγεί τον σύζυγό της σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί ο Γουόλτερ σπάει το λαιμό του με ένα αντικείμενο και επιβιβάζεται στο τρένο παριστάνοντας τον ανάπηρο Ντίτριχσον. Πηδά από το πίσω μέρος του τρένου σε ένα προκαθορισμένο σημείο, όπου η Φίλις τον βοηθά να τοποθετήσει το σώμα του συζύγου της πάνω στις γραμμές.

Το αφεντικό του Γουόλτερ πιστεύει ότι ο θάνατος ήταν αυτοκτονία. Ο Κις χλευάζει την ιδέα, την οποία θεωρεί στατιστικά απίθανη, αλλά βρίσκει περίεργο το γεγονός ότι ο Ντίτριχσον δεν υπέβαλε αξίωση αφού έσπασε το πόδι του. Αρχίζει να υποψιάζεται ότι η Φίλις και ένας συνεργός του τον δολοφόνησαν. Με το σκεπτικό ότι ο Ντίτριχσον δεν γνώριζε την πολιτική λόγω του ότι δεν υπέβαλε αξίωση για το σπασμένο πόδι, η εταιρεία αρνείται να πληρώσει. Εν τω μεταξύ, η θετή κόρη της Φίλις, Λόλα, γίνεται φίλη με τον Γουόλτερ. Του λέει ότι είδε τη Φίλις να δοκιμάζει πένθιμα ρούχα αρκετές μέρες πριν από το θάνατο του Ντίτριχσον και ότι επίσης υποψιάζεται ότι η Φίλις είχε σκοτώσει τη μητέρα της για να παντρευτεί τον Ντίτριχσον. Τώρα φοβάται ότι η Φίλις σχεδιάζει να τη σκοτώσει στη συνέχεια.

Ο Κις βρίσκει έναν μάρτυρα που λέει ότι ο άνθρωπος που είδε στο τρένο δεν ήταν ο Ντίτριχσον. Ο Γουόλτερ από την πλευρά του προειδοποιεί τη Φίλις ότι η διεκδίκηση της ασφαλιστικής αξίωσης στο δικαστήριο κινδυνεύει να αποκαλύψει τη δολοφονία και επιμένει ότι δεν θα πρέπει να συναντούν ο ένας τον άλλον μέχρι να τελειώσει η έρευνα. Ο Γουόλτερ μαθαίνει ότι ο Νίνο, ο πρώην φίλος της Λόλα, επισκέπτεται τη Φίλις κάθε βράδυ από τη δολοφονία και ότι ο Κις υποπτεύεται ότι ο Νίνο είναι συνεργός της. Φοβούμενος για τη ζωή της Λόλα, ο Γουόλτερ πηγαίνει να αντιμετωπίσει τη Φίλις.

Ο Γουόλτερ λέει στη Φίλις ότι υποπτεύεται ότι το σχέδιό της ήταν να χειραγωγήσει τον Νίνο για να δολοφονήσει τη Λόλα και απειλεί να τη σκοτώσει. Η Φίλις πυροβολεί τον Γουόλτερ, αλλά όταν πλησιάζει για να πυροβολήσει ξανά, δεν το κάνει. Τότε η Φίλις αποκαλύπτει στον Γουόλτερ ότι δεν τον αγάπησε ποτέ «μέχρι πριν από ένα λεπτό, όταν δεν μπορούσα να πυροβολήσει εκείνη τη δεύτερη βολή». Καθώς αγκαλιάζονται, ο Γουόλτερ την πυροβολεί δύο φορές με το όπλο της. Καθώς ο Γουόλτερ φεύγει , βλέπει τον Νίνο να περπατά μέχρι το σπίτι. Ο Γουόλτερ τον πείθει να τηλεφωνήσει στη Λόλα και να τα φτιάξει ξανά μαζί της.

Ο Γουόλτερ τελειώνει την ηχογράφηση της εξομολόγησής του και σηκώνει το βλέμμα του για να δει τον Κις να τον παρακολουθεί. Λέγοντας στον Κις ότι σχεδιάζει να φύγει στο Μεξικό, βγαίνει από το γραφείο αλλά καταρρέει έξω από την πόρτα. Ο Κις καλεί ένα ασθενοφόρο και την αστυνομία και οι δύο τους περιμένουν μέχρι να φτάσουν.

Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζέιμς Μ. Κέιν, η ταινία θεωρείται ως το αρχέτυπο του είδους νουάρ, καθώς είχε τεράστια επιρροή όσον αφορά τη διαμόρφωση του είδους κατά τα μέσα της δεκαετίας του '40. Ο Τζέιμς Μ. Κέιν έγραψε το μυθιστόρημα εμπνευσμένος από πραγματικό έγκλημα που έγινε το 1927 και αφορούσε μια παντρεμένη γυναίκα από τη Νέα Υόρκη που σκότωσε τον σύζυγό της με τη βοήθεια του εραστή της. Ο Κέιν βρέθηκε στη δίκη του ζευγαριού ως νέος δημοσιογράφος[2]. Η κατηγορούμενη Ρουθ Σνάιντερ είχε πείσει τον εραστή της Τζουντ Γκρέι να σκοτώσει το σύζυγό της αφού πρώτα τον έβαλε να υπογράψει μια ασφάλεια ζωής, προκειμένου να εισπράξει την αποζημίωση μετά το θάνατό του. Οι δυο τους έλαβαν ως ποινή θάνατο στην ηλεκτρική καρέκλα και η φωτογραφία της εκτέλεσης της Σνάιντερ αποτέλεσε την πιο διάσημη της δεκαετίας του '20[3]. Ο Κέιν δημοσίευσε το μυθιστόρημά του σε 8 συνέχειες στο περιοδικό Liberty το 1935. Είχε ήδη αποκτήσει τεράστια φήμη μετά τη δημοσίευση του μυθιστορήματός του Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές έναν χρόνο πριν. Ο Κέιν έβαλε τον αντζέτη του να στείλει αντίγραφα του μυθιστορήματος σε όλα τα κινηματογραφικά στούντιο, τα οποία συναγωνίζονταν για να αποκτήσουν τα δικαιώματα του για 25.000 δολάρια. Έπειτα ένα γράμμα έφτασε στους διευθυντές των εταιριών από το Γραφείο Λογοκρισίας των Η.Π.Α. που τους απαγόρευε την κινηματογράφιση του μυθιστορήματος χαρακτηρίζοντάς το ως ανήθικο[4]. Μερικά χρόνια αργότερα το μυθιστόρημα συμπεριλήφθη στη συλλογή του συγγραφέα που κυκλοφόρησε με τίτλο Three of the Kind κι ένα από τα στελέχη της Paramount αγόρασε τα δικαιώματά του για λογαριασμό του Μπίλι Γουάιλντερ έναντι 15.000 δολαρίων[5]. Η αντίδραση του Γραφείου Λογοκρισίας ήταν η ίδια με 8 χρόνια πριν, αλλά τόσο οι παραγωγοί της Paramount, όσο και ο σκηνοθέτης αποφάσισαν να συνεχίσουν τα σχέδιά τους. Ο Γουάιλντερ έγραψε ένα αρχικό σενάριο με το συνεργάτη του Τσαρλς Μπράκετ και το παρουσίασε στους λογοκριτές κι εκείνοι συμφώνησαν με την πραγματοποίηση της ταινίας με προϋπόθεση την αφαίρεση κάποιων σκηνών[6].

Στο Χόλιγουντ η κινηματογράφηση της ταινίας θεωρούνταν αδύνατη, καθώς το Γραφείο Λογοκρισίας έβαζε μεγάλους περιορισμούς. Παρά το γεγονός ότι ο Μπράκετ είχε συνεργαστεί με τον Γουάιλντερ στη συγγραφή του αρχικού σεναρίου, αποφάσισε να αποσυρθεί από το εγχείρημα (γεγονός που προκάλεσε την πρώτη ρήξη μεταξύ των δυο μονίμων συνεργατών, οι οποίοι επρόκειτο να διαλύσουν οριστικά τη συνεργασία τους μετά την ολοκλήρωση της ταινίας Η λεωφόρος της Δύσης (Sunset Boulvard) το 1950. Τη θέση του πήρε ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο οποίος ήταν γνωστός για τη συγγραφή του αστυνομικού μυθιστορήματος Ο μεγάλος ύπνος το οποίο γυρίστηκε μερικά χρόνια αργότερα από τον Χάουαρντ Χοκς και με τίτλο Πάθος και αίμα (The Big Sleep). Ο Γουάιλντερ είχε προσεγγίσει πρώτα τον Κέιν, ο οποίος λόγω συμβολαίου που είχε με άλλη εταιρία παραγωγής αναγκάστηκε να απορρίψει την προσφορά[7]. Ο Γουάιλντερ απογοητεύτηκε μετά την πρώτη του συνάντηση με τον Τσάντλερ, καθώς αντί να βρει κάποιον που να μοιάζει με συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων βρήκε κάποιον ντυμένο ως λογιστή. Ο Τσάντλερ που ήταν πρωτάρης στο Χόλιγουντ ζήτησε 1.000 δολάρια έχοντας την εντύπωση ότι επρόκειτο να εργαστεί μόνο για μια εβδομάδα. Όταν μετά το πρώτο σαββατοκύριακο παρουσίασε στον Γουάιλντερ αυτά που είχε γράψει, ο σκηνοθέτης δεν έμεινε ευχαριστημένος και του είπε ότι στο εξής οι δυο επρόκειτο να δουλέψουν μαζί αργά και μεθοδικά[8]. Η συνεργασία τους διήρκεσε 4 μήνες και οι δυο τους δεν τα πήγαιναν καλά (κάποια στιγμή ο Τσάντλερ θέλησε να παραιτηθεί). Ο Τσάντλερ δεν συμπαθούσε τον Γουάιλντερ, αντιθέτως ο Γουάιλντερ θαύμαζε το χάρισμα του σκηνοθέτη με τις λέξεις. Ο Τσάντλερ ήταν εκείνος που διαπίστωσε ότι οι διάλογοι του Κέιν δε θα μεταφέρονταν με επιτυχία στη μεγάλη οθόνη και έκανε τις κατάλληλες αλλαγές. Το σενάριο κατέληξε να είναι πιο προκλητικό από την ιστορία του Κέιν[9]. Στο τέλος της συνεργασίας τους ο Γουάιλντερ είπε αστειευόμενος Ο Τσάντλερ ήταν μέλος των Ανώνυμων Αλκοολικών κι εγώ τον έσπρωξα ξανά στο αλκοόλ[10]. Όμως η πρώτη τους συνεργασία οδήγησε και σε δεύτερη όταν ο Γουάιλντερ αποφάσισε να συνεργαστεί με τον συγγραφέα ένα χρόνο αργότερα για το σενάριο της ταινίας Το χαμένο Σαββατοκύριακο (The Lost Weekend), που πραγματεύεται τον εθισμό στο αλκοόλ.

Ο Κέιν έμεινεευχαριστημένος από τη διασκευή του μυθιστορήματός του και λέγεται ότι δήλωσε ότι επρόκειτο για τη μοναδική μεταφορά έργου του που περιέχει στοιχεία που θα του άρεσε να είχε συλλάβει εκείνος πρώτος και να τα είχε προσθέσει στο μυθιστόρημά του[11].

Όσον αφορά τη διανομή των ρόλων, η Μπάρμπαρα Στάνγουικ ήταν η πρώτη επιλογή του σκηνοθέτη για το ρόλο της αδίστακτης Φίλις Ντίτριχσον. Η ηθοποιός όμως φαινόταν διστακτική να αναλάβει τον ρόλο της μοιραίας γυναίκας, καθώς μέχρι εκείνη την περίοδο είχε υποδυθεί αποκλειστικά πολύπαθες ηρωίδες που κέρδιζαν τη συμπάθεια του κοινού. Τελικά ο Γουάιλντερ την έπεισε να αναλάβει τον ρόλο και η αναγνώριση που έλαβε έπειτα την έκανε να μην μετανιώσει ποτέ για την απόφαση που πήρε[12]. Ο Γουόλτερ Νεφ ήταν όχι μόνο καθίκι, αλλά αδύναμο καθίκι και πολλοί σταρ της περιόδου όπως ο Άλαν Λαντ, ο Τζέιμς Κάγκνεϊ, ο Σπένσερ Τρέισι, ο Γκρέγκορι Πεκ, ο Φρέντρικ Μαρτς και ο Τζορτζ Ραφτ απέρριψαν το ρόλο[13] κι ο Γουάιλντερ αποφάσισε να τον αναθέσει στον Φρεντ ΜακΜάρεϊ, που μέχρι εκείνη την περίοδο υποδυόταν συμπαθείς χαρακτήρες σε ανάλαφρες κωμωδίες. Ο ΜακΜάρεϊ δεν ήταν σίγουρος ότι είχε το ταλέντο για να ερμηνεύσει το ρόλο κι αρχικά τον απέρριψε[14]. Ο Γουάιλντερ όμως επέμεινε ότι ο ηθοποιός έπρεπε να ερμηνεύσει τον ρόλο και του άσκησε μεγάλη πίεση μέχρι να δεχτεί[15]. Ο ρόλος άνοιξε νέους υποκριτικούς ορίζοντες στην καριέρα του ηθοποιού που έδωσε μια δυνατή ερμηνεία. Ο Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον ήταν επίσης διστακτικός να αναλάβει το ρόλο του Μπάρτον Κις, καθώς ήταν πρώτο όνομα από το 1930 και στην ταινία θα έπαιζε τον τρίτο σημαντικότερο χαρακτήρα. Αργότερα δήλωσε ότι είχε πλέον φτάσει σε ηλικία που έπρεπε να αναλαμβάνει ρόλους καρατερίστα που σε πολλές περιπτώσεις κλέβουν την παράσταση. Η αμοιβή του ήταν ούτως ή άλλως ίση των δυο πρωταγωνιστών για λιγότερο χρόνο εργασίας.

Εναλλακτική σκηνή τέλους

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον κώδικα Χέιζ, το ζεύγος των εγκληματιών έπρεπε να πληρώσει για τα αδικήματά του και δεν υπήρχε περίπτωση να το σκάσει ατιμώρητο κι ενώ το μυθιστόρημα του Κέιν κλείνει με την αυτοκτονία των δυο εραστών, η ταινία τελειώνει με την ομολογία του Νεφ και με τους δυο πρώην συνεργάτες να αναχωρούν για την αστυνομία. Ο Γουάιλντερ είχε γυρίσει και πρόσθετη σκηνή τέλους με τον Νεφ στον θάλαμο αερίων, η οποία τελικά κόπηκε στο μοντάζ[16], καθώς ο σκηνοθέτης φαντάστηκε ότι δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος για να τερματιστεί από την τρυφερή σκηνή μεταξύ των δυο φίλων. [15]

Στην επιτυχία της ταινίας συνέβαλε φωτογραφία του Τζον Ζάιτς, που χαρακτηρίζεται από το φως και τις σκιές που παραπέμπουν στον γερμανικό εξπρεσιονισμό. Συχνά παρουσιάζονται ασπρόμαυρες σκιές από αντανάκλαση από τις κλειστές περσίδες (συμβολισμός για τα σίδερα της φυλακής)[17], στα πρόσωπα των κεντρικών ηρώων, κάτι που προμηνύει την τραγική τους μοίρα και καταδίκη. Ο Γουάιλντερ είχε επίσης την ιδέα για την ξανθιά περούκα που φορά η Στάνγουικ στην ταινία που τονίζει το αδίστακτο του χαρακτήρα της. Η περούκα ήταν τόσο ψεύτικη και φτηνή όσο και ο χαρακτήρας της Φίλις ενώ το βραχιόλι που φορά γύρω από τον αστράγαλο η ηθοποιός λάνσαρε μόδα[12][18]. Η ταινία διείσδυσε για πρώτη φορά στην ιστορία του κινηματογράφου στους λόγους, την ευκαιρία και τα μέσα που έχει κανείς ώστε να διαπράξει φόνο[19].

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους τον Σεπτέμβριο του 1944 και έκανε εισπράξεις 5.000.000. Οι κριτικοί την επαίνεσαν και θεωρείται και μέχρι και σήμερα ως ένα από τα αριστουργήματα του αμερικανικού κινηματογράφου. Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ έγραψε στον Γουάιλντερ: Από την προβολή της ταινίας Κολασμένη αγάπη δυο είναι οι σημαντικότερες λέξεις στο χώρο του κινηματογράφου Μπίλι και Γουάιλντερ[20].

Η ταινία προτάθηκε για 7 βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, αλλά η εταιρία Paramount θέλησε να προωθήσει περισσότερο την άλλη της παραγωγή που βρισκόταν στη λίστα των υποψηφίων την ταινία Ο δρόμος της αγάπης (Going My Way), η οποία κρίθηκε τελικά νικήτρια. Ο Γουάιλντερ έχασε το Όσκαρ Σκηνοθεσίας από τον Λίο ΜακΚάρεϊ για το Ο δρόμος της αγάπης και η Στάνγουικ έχασε το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου από την Ίνγκριντ Μπέργκμαν νικήτριας για την ταινία Εφιάλτης (Gaslight). Η ταινία δεν έλαβε τελικά κανένα βραβείο την βραδιά των όσκαρ[21].

Υποψηφιότητα:

  • Καλύτερης Ταινίας – Μπόμπι Ντα Σίλβα & Τζόζεφ Σίστρομ
  • Σκηνοθεσίας - Μπίλι Γουάιλντερ
  • Α’ Γυναικείου Ρόλου – Μπάρμπαρα Στάνγουικ
  • Διασκευής Σεναρίου – Μπίλι Γουάιλντερ και Ρέιμοντ Τσάντλερ
  • Φωτογραφίας σε ασπρόμαυρη ταινία - Τζον Σάιτς
  • Μουσικής Επένδυσης - Μίκλος Ρόζα
  • Ήχου - Λόρεν Ράιντερ

Το 1998 κατέταξε την ταινία στην 38η θέση στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, ενώ όταν επανελήφθη η ψηφοφορία το 2007 η ταινία μετατοπίστηκε από την 38η θέση στην 29η.

  1. «Ο πλήρης κατάλογος ταινιών του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου των Η.Π.Α» (στα Αγγλικά). loc.gov. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2023. 
  2. «Shadows of Suspense». Double Indemnity Universal Legacy Series DVD (Universal Studios). 2006. 
  3. Gallo, Bill (2005). "When 'Dem Bums' Were Kings," New York Daily News, October 4, 2005.
  4. Lally, Kevin (1996). Wilder Times: The Life of Billy Wilder. New York: Henry Holt and Company. σελίδες 125–126. ISBN 0-8050-3119-7. 
  5. Lally, p. 126
  6. Phillips, Gene D. (2010). Some Like it Wilder: The Life and Controversial Films of Billy Wilder. Lexington: University Press of Kentucky. σελίδες 54. ISBN 978-0-8131-2570-1. 
  7. McGilligan, Patrick (1986). Backstory: Interviews with Screenwriters of Hollywood's Golden Age. Los Angeles: University of California Press. ISBN 0-520-05689-2. p.127
  8. Lally, p. 128
  9. Phillips, Gene D. (2000). Creatures of Darkness: Raymond Chandler, Detective Fiction, and Film Noir. Lexington: University Press of Kentucky. σελίδες 170. ISBN 0-8131-2174-4. 
  10. Lally, p. 129
  11. McGilligan, p. 125
  12. 12,0 12,1 Lally, p. 135
  13. Lally, p. 134
  14. Phillips, Some Like, p. 61
  15. 15,0 15,1 Sikov, p. 202
  16. Phillips, Creatures, p. 180
  17. Lally, p. 136
  18. Phillips, Some Like, p. 62
  19. Muller, Eddie (1998). Dark City: The Lost World of Film Noir. New York: St. Martin's Press. ISBN 0-312-18076-4. p. 56
  20. Hoopes, p. 347
  21. «The 17th Academy Awards (1945) Nominees and Winners». oscars.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 15 Αυγούστου 2011. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]