Κοινωνικό δίκτυο
Τα κοινωνικά δίκτυα είναι σύνολο αλληλεπιδράσεων και διαπροσωπικών σχέσεων. Ο όρος σήμερα χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει ιστοσελίδες, οι οποίες επιτρέπουν την διεπαφή ανάμεσα στους χρήστες, π.χ. με σχόλια, φωτογραφίες, άλλες πληροφορίες από σχετική βιβλιογραφία.[1] Οι πιο γνωστές από αυτές τις ιστοσελίδες είναι το Facebook, Twitter, Instagram και Linkedin.
Οι ιστότοποι αυτοί αποτελούν εικονικές κοινότητες, όπου οι χρήστες μπορούν να επικοινωνούν και να αναπτύσσουν επαφές μέσα από αυτές.
Ένα κοινωνικό δίκτυο είναι μια κοινωνική δομή που αποτελείται από ένα σύνολο παραγόντων, όπως άτομα ή οργανισμούς. Στο διαδίκτυο, τα κοινωνικά δίκτυα είναι μία πλατφόρμα που συντηρείται για την δημιουργία κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, που συνήθως αποτελούν ενεργά μέλη του κοινωνικού δικτύου, με κοινά ενδιαφέροντα ή δραστηριότητες.
Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης είναι οργανωμένες ιστοσελίδες στο Διαδίκτυο με περισσότερο ομαδοκεντρικό χαρακτήρα που παρέχουν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, μία σειρά από βασικές και δωρεάν υπηρεσίες όπως τη δημιουργία προφίλ, το ανέβασμα εικόνων και βίντεο, τον σχολιασμό σε ενέργειες που γίνονται από άλλα μέλη του δικτύου ή μίας ομάδας, την άμεση ανταλλαγή μηνυμάτων και πολλά άλλα.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα τέλη της δεκαετίας του 1890,τόσο ο Émile Durkheim όσο και ο Ferdinand Tönnies προωθούσαν την ιδέα των κοινωνικών δικτύων στις θεωρίες τους και την έρευνα των κοινωνικών ομάδων. Ο Tönnies ισχυρίστηκε ότι οι κοινωνικές ομάδες μπορούν να υπάρχουν ως προσωπικοί και άμεσοι κοινωνικοί δεσμοί που είτε συνδέουν άτομα που μοιράζονται ίδιες αξίες και πεποιθήσεις (Gemeinschaft, Γερμανικά, συνήθως μεταφρασμένα ως "κοινότητα")[2] είτε απρόσωπες, επίσημες και οργανικές κοινωνικές σχέσεις (Gesellschaft, ως "κοινωνία").Ο Durkheim έδωσε μια μη-εξατομικευμένη εξήγηση των κοινωνικών γεγονότων υποστηρίζοντας ότι τα κοινωνικά φαινόμενα προκύπτουν όταν οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ ατόμων αποτελούν μια πραγματικότητα που δεν μπορεί πλέον να ληφθεί υπόψη από την άποψη των ιδιοτήτων των μεμονωμένων παραγόντων [3]. Ο Georg Simmel, που γράφει στη στροφή του εικοστού αιώνα, επεσήμανε τη φύση των δικτύων και την επίδραση του μεγέθους του δικτύου στην αλληλεπίδραση και εξέτασε την πιθανότητα αλληλεπίδρασης σε χαλαρά πλεγμένα δίκτυα και όχι σε ομάδες[4].
Σημαντικές εξελίξεις στον τομέα παρατηρήθηκαν κατά την δεκαετία του 1930 από ερευνητές ψυχολογίας, ανθρωπολογίας και μαθηματικών, οι οποίοι εργάζονταν ανεξάρτητα μεταξύ τους[5][6][7] Στην ψυχολογία, στη δεκαετία του 1930, ο Jacob L. Moreno ξεκίνησε συστηματική καταγραφή και ανάλυση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης σε μικρές ομάδες, ιδιαίτερα σε τάξεις διδασκαλίας και σε ομάδες εργασίας (βλέπε κοινωνιομετρία). Στην ανθρωπολογία, το θεμέλιο για τη θεωρία των κοινωνικών δικτύων είναι το θεωρητικό και εθνογραφικό έργο του Bronislaw Malinowski,[8] Alfred Radcliffe-Brown,[9][10] και Claude Lévi-Strauss. Μια ομάδα κοινωνικών ανθρωπολόγων που συνδέονται με τον Max Gluckman και τη σχολή του Μάντσεστερ, συμπεριλαμβανομένου του John A. Barnes,[11] J. Clyde Mitchell και Elizabeth Bott Spillius,[12] θεωρούνται οι πρώτοι οι οποίοι εκπόνησαν εργασίες από τις οποίες πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις δικτύων, διερευνώντας δίκτυα κοινοτήτων στη Νότιο Αφρική, την Ινδία και το Ηνωμένο Βασίλειο [5]. Συγχρόνως, ο βρετανικός ανθρωπολόγος S.F. Nadel κωδικοποίησε μια θεωρία της κοινωνικής δομής, κάτι που επηρέασε την ανάλυση δικτύων [13]. Στην κοινωνιολογία, το έργο του Talcott Parsons που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του '30 έβαλε τις βάσεις για τη λήψη μιας σχεσιακής προσέγγισης στην κατανόηση της κοινωνικής δομής [14].[15] Αργότερα, με βάση τη θεωρία του Parsons, ο κοινωνιολόγος Peter Blau παρείχε μια ισχυρή ώθηση για την ανάλυση των σχεσιακών δεσμών των κοινωνικών μονάδων με το έργο του για τη θεωρία των κοινωνικών ανταλλαγών.
Μέχρι την δεκαετία του 1970, ένας μεγάλος αριθμός μελετητών εργάστηκε για να συνδυάσει διαφορετικές διαδρομές και παραδόσεις. Μια ομάδα αποτελούνταν από κοινωνιολόγους και μαθητές του τμήματος Κοινωνικών σχέσεων του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. Επίσης, ανεξάρτητα ενεργός στο Τμήμα Κοινωνικών Σχέσεων του Χάρβαρντ την εποχή εκείνη ήταν ο Charles Tilly, ο οποίος επικεντρώθηκε στα δίκτυα της πολιτικής και κοινοτικής κοινωνιολογίας και στα κοινωνιολογικά κινήματα, και του Stanley Milgram, οποίος ανέπτυξε την εργασία “έξι βαθμών χωρισμού”.[16] Ο Mark Granovetter [17] και Barry Wellman [18] είναι μεταξύ των πρώην φοιτητών του White που επεξεργάστηκαν και προώθησαν την ανάλυση των κοινωνικών δικτύων.[17][19][20][21]
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η ανάλυση κοινωνικών δικτύων γνώρισε μεγάλη αναγνώριση από ομάδες κοινωνιολόγων, πολιτικών επιστημόνων και φυσικών όπως ο Duncan J. Watts, Albert-László Barabási, Peter Bearman, Nicholas A. Christakis, James H. Fowler, και άλλους, αναπτύσσοντας και χρησιμοποιώντας νέα μοντέλα και μεθόδους για αναδείξουν τα διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με τα κοινωνικά δίκτυα, καθώς και "ψηφιακά ίχνη" σχετικά με τα δίκτυα τύπου "πρόσωπο με πρόσωπο" (face-to-face).
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ social network Αρχειοθετήθηκε 2014-06-26 στο Wayback Machine. Oxford dictionary
- ↑ Tönnies, Ferdinand (1887). Gemeinschaft und Gesellschaft, Leipzig: Fues's Verlag. (Translated, 1957 by Charles Price Loomis as Community and Society, East Lansing: Michigan State University Press.)
- ↑ Durkheim, Emile (1893). De la division du travail social: étude sur l'organisation des sociétés supérieures, Paris: F. Alcan. (Translated, 1964, by Lewis A. Coser as The Division of Labor in Society, New York: Free Press.)
- ↑ Simmel, Georg (1908). Soziologie, Leipzig: Duncker & Humblot.
- ↑ 5,0 5,1 Scott, John P. (2000). Social Network Analysis: A Handbook (2nd edition). Thousand Oaks, CA: Sage Publications
- ↑ For a historical overview of the development of social network analysis, see: Carrington, Peter J. & Scott, John (2011). "Introduction". The Sage Handbook of Social Network Analysis. Sage. p. 1. ISBN 978-1-84787-395-8.
- ↑ See also the diagram in Scott, John (2000). Social Network Analysis: A Handbook. Sage. p. 8. ISBN 978-0-7619-6339-4.
- ↑ Malinowski, Bronislaw (1913). The Family Among the Australian Aborigines: A Sociological Study. London: University of London Press.
- ↑ Radcliffe-Brown, Alfred Reginald (1930) The social organization of Australian tribes. Sydney, Australia: University of Sydney Oceania monographs, No.1.
- ↑ Radcliffe-Brown, A. R. (1940). "On social structure". Journal of the Royal Anthropological Institute. 70: 1–12. doi:10.2307/2844197.
- ↑ Barnes, John (1954). "Class and Committees in a Norwegian Island Parish". Human Relations, (7): 39–58.
- ↑ Savage, Mike (2008). "Elizabeth Bott and the formation of modern British sociology". The Sociological Review. 56 (4): 579–605. doi:10.1111/j.1467-954x.2008.00806.x.
- ↑ Nadel, S. F. 1957. The Theory of Social Structure. London: Cohen and West.
- ↑ Parsons, Talcott ([1937] 1949). The Structure of Social Action: A Study in Social Theory with Special Reference to a Group of European Writers. New York: The Free Press.
- ↑ Parsons, Talcott (1951). The Social System. New York: The Free Press.
- ↑ Bernie Hogan. "The Networked Individual: A Profile of Barry Wellman". Granovetter, Mark (2007). "Introduction for the French Reader". Sociologica. 2: 1–8.
- ↑ 17,0 17,1 Granovetter, Mark (2007). "Introduction for the French Reader". Sociologica. 2: 1–8.
- ↑ Wellman, Barry (1988). "Structural analysis: From method and metaphor to theory and substance". Pp. 19-61 in B. Wellman and S. D. Berkowitz (eds.) Social Structures: A Network Approach, Cambridge, UK: Cambridge University Press.
- ↑ Mullins, Nicholas. Theories and Theory Groups in Contemporary American Sociology. New York: Harper and Row, 1973.
- ↑ Tilly, Charles, ed. An Urban World. Boston: Little Brown, 1974.
- ↑ Wellman, Barry. 1988. "Structural Analysis: From Method and Metaphor to Theory and Substance". pp. 19–61 in Social Structures: A Network Approach, edited by Barry Wellman and S. D. Berkowitz. Cambridge: Cambridge University Press