Κατάληψη της Τήνου (1715)
Η κατάληψη της Τήνου ήταν η στρατιωτική ενέργεια των Οθωμανών σε βάρος της Βενετοκρατούμενης Τήνου στα πλαίσια του Έβδομου Βενετοτουρκικου πολέμου,η οποία πραγματοποιήθηκε στις 5 Ιουνίου 1715
Πλαίσιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα πλαίσια του Έβδομου Βενετοτουρκικου πολέμου ο οθωμανικός στόλος κινήθηκε στο κεντρικό και νότιο Αιγαίο με σκοπό να ελέγξει τον χώρο ανάμεσα στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Τουρκία.
Έτσι στις 5 Ιουνίου 1715 ο οθωμανικός στόλος φτάνει στην Τήνο. Με την άφιξή του ο Τηνιακός πληθυσμός, αγρότες και κτηνοτρόφοι με τις οικογένειές τους, καταφεύγει στο κακοσυντηρημένο φρούριο του Εξώμβουργου. Εκεί θα βρεθούν συνωστισμένοι με τους κατοίκους της πρωτεύουσας του νησιού.[1]
Με τη βοήθεια κάποιων ντόπιων που επέλεξαν την προσχώρηση στις τάξεις τους εχθρού, οδήγησαν τα βαρειά τους πυροβόλα μπροστά από τα τείχη τους φρουρίου.
Καθώς οι συνθήκες των πολιορκημένων είναι ασφυκτικές λόγω του μεγάλου συνωστισμού ανθρώπων και ζώων και της απροθυμίας των ντόπιων να πολεμήσουν, ο έκτακτος προνοητής Μπερνάρντο Μπάλμπι και ο γενικός προνοητής Αντόνιο Μπαντοέρ συσκέπτονται με τους εκπροσώπους των ντόπιων και καταλήγουν στο να έλθουν σε συζητήσεις με τους πολιορκητές τους.Την ελληνική πλευρά εκπροσωπεί ο καγκελλάριος Γεώργιος Δαρμής.[2]
Επακόλουθα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά από 27 ώρες πολιορκία κλείνεται η συμφωνία ανάμεσα σε πολιορκητές και πολιορκημένους με την οποία το νησί περιέρχεται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Εκτιμώντας την ανδρεία των Τηνίων, ο καπουδάν πασάς Χότζα Μεχμέτ επέτρεψε στη φρουρά του Κάστρου να βγει από τα τείχη με υψωμένα τα λάβαρα της, ενώ ο Οθωμανικός στρατός απέδιδε τιμές. Εκδικούμενοι, όμως, την αντίσταση του πανίσχυρου Κάστρου, οι Τούρκοι έκαψαν, ολοσχερώς την πόλη και τα τείχη.[3]
Οι Βενετοί ιθύνοντες μαζί με τις οικογένειές τους , το διοικητικό προσωπικό, οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί με τον οπλισμό και την κινητή περιουσία τους ελευθέρως εγκαταλείπουν το νησί. Πρόκειται να μεταφερθούν ή στην Πελοπόννησο ή στην Κέρκυρα, δηλαδή σε Βενετοκρατούμενες περιοχές.[4]
Τους Βενετούς πρόσφυγες θα μπορούσαν να ακολουθήσουν όσοι από τους γηγενείς επιθυμούσαν ενώ όσους επιθυμούσαν να παραμείνουν απαλλασσόμενοι για τα δύο πρώτα χρόνια από κάθε φορολογία, ενώ ελεύθερα θα ασκούσαν τα θρησκευτικά δικαιώματα τους.[5]
Δυνάμεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Διοικούμενος από τον καπουδάν πασά αποτελείται από 45 πλοία της γραμμής, δύο πυρπολικά,, δύο παλλάνδρες, σαράντα γαλέρες, σαράντα γαλιότες. Ο συνολικός αριθμός των στρατιωτών υπολογίζεται από τον αρχηγό του Βενετικού στόλου Ντανιέλ Ντολφίν σε 25.000 άνδρες περίπου.[1]
Από την Βενετική πλευρά υπάρχουν μόνο 50 στρατιώτες υπό την διοίκηση τους Ferdinando Petrovitch και του Λορέντζο Λοκατέλλι.[2]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Χατζόπουλος 2002, σελ. 106.
- ↑ 2,0 2,1 Χατζόπουλος 2002, σελ. 107.
- ↑ «Ιστορία Περιοχής». Δήμος Εξωμβούργου. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2015.
- ↑ Χατζόπουλος 2002, σελ. 108.
- ↑ Χατζόπουλος 2002, σελ. 109.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Χατζόπουλος, Διονύσιος (2002). Ο τελευταίος Βενετο-Οθωμανικός πόλεμος 1714-1718. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδήμας. σελ. 106-109. ISBN 9789602065020.