Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βάτραχοι (κωμωδία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Βάτραχοι


Ο Θύμιος Καρακατσάνης (Διόνυσος) με τον Κώστα Τριανταφυλλόπουλο (Ξανθίας) στους Βατράχους στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου (1990)

Ποιητής Αριστοφάνης
Χορός Βάτραχοι, Κάτοικοι Άδη
Πρόσωπα Διόνυσος
Ξανθίας
Αισχύλος
Ευριπίδης
Αιακός
Ηρακλής
Πλούτων
Χάρος
Χώρος Σπίτι Ηρακλή, Άδης

Οι Βάτραχοι είναι κωμωδία του Αριστοφάνη που διδάχτηκε πρώτη φορά στα Λήναια το 405 π.Χ., κερδίζοντας τα "Πρωτεία" (το πρώτο βραβείο δηλαδή). Η υπόθεσή της περιστρέφεται γύρω από έναν ποιητικό διαγωνισμό που οργανώνει στον κάτω κόσμο ο Διόνυσος ανάμεσα στον Αισχύλο και τον Ευριπίδη. Το έργο κριτικάρει τους νέους τραγικούς ποιητές αλλά και τον ίδιο τον Ευριπίδη, ενώ το μήνυμά του θεωρείται ότι είναι η επιστροφή στο "ηθικοπλαστικο" τραγικό ύφος του Αισχύλου και πολιτικώς η προτροπή για επιστροφή στην ολιγαρχία.

Η κωμωδία παίρνει το όνομά της από τη χορωδία βατράχων που εμφανίζονται μόνο μία φορά σε ένα χορικό. Υπάρχουν πολλές απόψεις για τον τίτλο, καθώς οι βάτραχοι του χορικού δεν εμφανίζονται ξανά, μεταξύ των οποίων, ότι όντως δεν έχουν καμία σχέση, ότι η επιλογή τους από τον Αριστοφάνη ήταν ειρωνική, ότι θέτουν το μέτρο για τη σχέση της καλής με την κακή μουσική κ.ά.[1]

Ο θεός Διόνυσος απογοητευμένος από την κατάσταση του θεάτρου στην Αθήνα, καθώς οι μεγάλοι τραγικοί έχουν πεθάνει, είναι αποφασισμένος να αναλάβει δράση για να αρχίσουν ξανά αξιόλογοι δραματικοί αγώνες στην Αθήνα. Μαζί με τον δούλο του Ξανθία ξεκινούν ένα περιπετειώδες ταξίδι προς τον Κάτω Κόσμο με σκοπό να φέρουν πίσω τον καλύτερο τραγικό ποιητή. Όταν φτάνουν στον Άδη, επικρατεί αναταραχή. Ο Ευριπίδης διεκδικεί από τον Αισχύλο την τιμητική θέση του καλύτερου τραγικού ποιητή. Για να λυθεί η διαφορά, ο Πλούτωνας καλεί τον Διόνυσο σε ρόλο διαιτητή, καθώς και τους τραγικούς σε έναν δραματικό διαγωνισμό. Ο αγώνας για την ανάδειξη του καλύτερου, αρχίζει…Τα κωμικά ευρήματα και τα φαρσικά επεισόδια διαδέχονται το ένα το άλλο και μέσα από την πικρή σατιρική διάθεση του Αριστοφάνη, έρχεται στο φως η πάντα σύγχρονη διάσταση του έργου.

Κι ενώ στις Όρνιθες ο κωμικός ποιητής αναζητά την ιδανική πολιτεία στον ουρανό, στους Βάτραχους ο μη-τόπος είναι ο Κάτω Κόσμος -ο Άδης, όπως τον ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες. Η ουτοπία βρίσκει έδαφος και στήνει εδώ τη γιορτή της ονειροφαντασίας, σε ένα γλέντι όπου οι νεκροί είναι πιο ζωντανοί από τους ζωντανούς κι ο Άδης πιο φωτεινός από τον κόσμο της επιφάνειας.

Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε τον Ιανουάριο του 405 π.Χ., ένα χρόνο πριν το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, στα Λήναια και τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου στα Διονύσια. Το έργο, που για άγνωστους λόγους δεν ανέβηκε με το πραγματικό όνομα του συγγραφέα, κέρδισε το πρώτο βραβείο, ενώ οι Μούσες του Φρυνίχου το δεύτερο.

Η κωμωδία, όπως και η τραγωδία, υπηρετούσε τον παιδευτικό χαρακτήρα του θεάτρου. Για να προβάλει τα προβλήματα, ώστε μέσα από τη συνειδητοποίηση τους να βρεθεί λύση, ο Αριστοφάνης τα παρουσίαζε στην πιο ακραία τους μορφή. Τα θέματα που κυρίως τον απασχόλησαν πηγάζουν από τα προβλήματα της Αθήνας στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου -τον οποίο θεωρούσε καταστρεπτικό. Εστιάσθηκε ιδιαίτερα στην ειρήνη, τη δημοκρατία, τις νέες φιλοσοφικές ιδέες και την οικονομική, κοινωνική και ηθική κρίση της αθηναϊκής κοινωνίας της εποχής εκείνης.

Το Εθνικό Θέατρο Ελλάδας παρουσίασε για πρώτη φορά τους Βατράχους στις 27 Ιουνίου 1959 στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου σε μετάφραση Απόστολου Μελαχρινού και σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Μεταξύ άλλων, μέλη του θιάσου ήταν οι Χριστόφορος Νέζερ, Μιχάλης Καλογιάννης, Γιάννης Αποστολίδης, Τάκης Γαλανός, Γκίκας Μπινιάρης, Βασίλης Κανάκης, Πέτρος Λοχαΐτης και Θόδωρος Σαρρής.[2]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]