Έπαρχος του Πραιτωρίου
Ο πραιτοριανός έπαρχος (λατινικά: praefectus praetorio, ελληνικά: ἔπαρχος/ὕπαρχος τῶν πραιτωρίων ) ήταν υψηλό αξίωμα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ξεκινώντας ως διοικητής της Πραιτωριανής Φρουράς, το αξίωμα απέκτησε σταδιακά εκτεταμένες νομικές και διοικητικές λειτουργίες, με τους κατόχους του να γίνονται οι κύριοι βοηθοί του Αυτοκράτορα. Επί Κωνσταντίνου Α', το αξίωμα μειώθηκε πολύ σε ισχύ και μετατράπηκε σε καθαρά πολιτικό διοικητικό αξίωμα, ενώ υπό τους διαδόχους του, οι εδαφικά καθορισμένες πραιτοριανές επαρχίες εμφανίστηκαν ως η ανώτατη διοικητική διαίρεση της Αυτοκρατορίας. Οι έπαρχοι λειτούργησαν και πάλι ως κύριοι υπουργοί του κράτους, με πολλούς νόμους να έχουν το όνομά τους. Σε αυτόν τον ρόλο, οι πραιτοριανοί έπαρχοι συνέχισαν να διορίζονται από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (και το βασίλειο των Οστρογότθων) μέχρι τη βασιλεία του Ηράκλειου τον 7ο αι., όταν οι εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις μείωσαν την εξουσία τους και τους μετέτρεψαν σε απλούς επόπτες της επαρχιακής διοίκησης. Τα τελευταία ίχνη των επαρχιών εξαφανίστηκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία τη δεκαετία του 840.
Ο όρος praefectus praetorio συχνά συντομευόταν στις επιγραφές ως "PR PR" ή "PPO". [1] [2]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Διοικητής της Πραιτοριανής Φρουράς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπό την Αυτοκρατορία, οι πραιτοριανοί, δηλ. οι αυτοκρατορικοί φρουροί, διοικούνταν από έναν, δύο ή και τρεις επάρχους (praefecti praetorio), τους οποίους ο Αυτοκράτορας επέλεγε από την τάξη των ιππέων και κατείχαν αξίωμα κατά την ευχαρίστησή του. Από την εποχή του Αλέξανδρου Σεβήρου η θέση ήταν ανοιχτή και σε συγκλητικούς, και αν διοριζόταν ιππέας, αναβιβαζόταν ταυτόχρονα σε συγκλητικό. Μέχρι την εποχή του Κωνσταντίνου Α΄, ο οποίος στέρησε το αξίωμα από τον στρατιωτικό του χαρακτήρα, τη θέση του επάρχου των πραιτωριανών κατείχαν τακτικά δοκιμαζόμενοι στρατιωτικοί, συχνά από άνδρες που είχαν αγωνιστεί για να ανέβουν τις τάξεις. Με την πάροδο του χρόνου η διοίκηση φαίνεται να διευρύνθηκε, έτσι ώστε να συμπεριλάβει όλα τα στρατεύματα στην Ιταλία, εκτός από το σώμα που διοικείται από τον έπαρχο της πόλης (cohortes urbanae).
Η ειδική θέση των πραιτωριανών τους έκανε μία εξουσία από μόνοι τους στο ρωμαϊκό κράτος, και ο έπαρχός τους, ο praefectus praetorio, έγινε σύντομα ένας από τους ισχυρότερους άνδρες αυτής της κοινωνίας. Οι Αυτοκράτορες προσπάθησαν να κολακέψουν και να ελέγξουν τους πραιτοριανούς, αλλά εκείνοι έκαναν πολλά πραξικοπήματα και συνέβαλαν σε έναν γρήγορο ρυθμό ανακαίνισης στην αυτοκρατορική διαδοχή. Οι πραιτοριανοί έφτασαν έτσι να αποσταθεροποιήσουν το ρωμαϊκό κράτος, σε αντίθεση με τον σκοπό τους. Ο πραιτοριανός έπαρχος έγινε σημαντική διοικητική προσωπικότητα στην μετέπειτα Αυτοκρατορία, όταν η θέση συνδύαζε σε ένα άτομο τα καθήκοντα ενός αυτοκρατορικού αρχηγού επιτελείου, με άμεση διοίκηση και στη φρουρά. Ο Διοκλητιανός μείωσε πολύ τη δύναμη αυτών των επάρχων ως μέρος της σαρωτικής μεταρρύθμισης των διοικητικών και στρατιωτικών δομών της Αυτοκρατορίας.
Μετατροπή σε διαχειριστή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εκτός από τα στρατιωτικά του καθήκοντα, ο πραιτοριανός έπαρχος έφτασε να αποκτήσει δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις, την οποία ασκούσε όχι ως εκπρόσωπος, αλλά ως εκπρόσωπος του Αυτοκράτορα. Την εποχή του Διοκλητιανού είχε γίνει ένα είδος μεγαλοϋπουργού ως αντιβασιλιάς και «πρωθυπουργός» του Αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος Α΄ αφαίρεσε την ενεργό στρατιωτική διοίκηση το 312. Ο έπαρχος παρέμεινε ως αρχιστράτηγος, υπεύθυνος για τον εφοδιασμό του στρατού. Ο έπαρχος ήταν ο οικονομικός διευθυντής, του οποίου το γραφείο συνέτασσε τον παγκόσμιο αυτοκρατορικό προϋπολογισμό. Το γραφείο του συνέτασσε τις κρατικές λειτουργικές υποχρεώσεις, που βάρυναν τους πλουσιότερους κατοίκους της Αυτοκρατορίας. Έπαψε να είναι επικεφαλής διοίκησης, που έπρεπε να τη μοιραστεί με τον κύριο των γραφείων, που ήταν προσαρτημένα στο παλάτι. Ο Κωνσταντίνος Α΄ το 331 επιβεβαίωσε ότι σε περίπτωση καταδίκης του πραιτοριανού επάρχου, δεν πρέπει να υπάρχει έφεση. Ανάλογη δικαιοδοσία σε αστικές υποθέσεις απέκτησε ο ίδιος, το αργότερο ως την εποχή του Σεπτίμιου Σεβήρου. Ως εκ τούτου, η γνώση του δικαίου έγινε προσόν για τη θέση, την οποία υπό τον Μάρκο Αυρήλιο και τον Κόμμοδο, αλλά κυρίως από την εποχή του Σ. Σεβήρου, κατείχαν οι πρώτοι νομικοί της εποχής, (π.χ. Παπινιανός, Ουλπιανός, Παύλος) και υπό τον Ιουστινιανό Α΄ (Ιωάννης ο Καππαδόκης), ενώ τα στρατιωτικά προσόντα εξέπιπταν όλο και περισσότερο.
Η Τετραρχία, η μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού (περί το 296), πολλαπλασίασε το αξίωμα: υπήρχε ένας πραιτοριανός έπαρχος ως αρχηγός του επιτελείου (στρατιωτικός και διοικητικός) -αντί διοικητής της φρουράς- για καθέναν από τους δύο Αυγούστους, αλλά όχι για τους δύο Καίσαρες. Κάθε πραιτωριανός έπαρχος επέβλεπε μία από τις τέσσερις περιφέρειες, που δημιούργησε ο Διοκλητιανός, οι οποίες έγιναν περιφερειακές πραιτωριανές επαρχίες για τους νεαρούς γιους του Κωνσταντίνου Α΄ περί το 330. Από το 395 υπήρχαν δύο αυτοκρατορικές αυλές, στη Ρώμη (αργότερα Ραβέννα) και στην Κωνσταντινούπολη, αλλά οι τέσσερις επαρχίες παρέμειναν ως ανώτατο επίπεδο διοικητικής διαίρεσης, υπεύθυνες για πολλές διοικήσεις (ομάδες ρωμαϊκών επαρχιών), καθεμία από τις οποίες επικεφαλής ήταν ένας αντιπρόσωπος (vicarius).
Επί Κωνσταντίνου Α΄, ο θεσμός του μαγίστρου του στρατού (magister militum) στέρησε από τον πραιτοριανό έπαρχο εντελώς τον στρατιωτικό του χαρακτήρα, αλλά του άφησε το ανώτατο πολιτικό αξίωμα της Αυτοκρατορίας.
Μετά την Αυτοκρατορική εποχή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με την πτώση του δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας στα χέρια πολέμαρχων, αυτοί, για να έχουν υποστήριξη στις νέες τους επικράτειες, αναγνώρισαν την υπεροχή του Αυτοκράτορα του ανατολικού τμήματος, επανενώνοντας τουλάχιστον de iure την Αυτοκρατορία από αυτόν. Οι επαρχίες διατηρήθηκαν ως τρόπος οριοθέτησης των νέων αντιβασιλείων:
- Πρώτα ο Φλ. Οδόακρος, και αργότερα ο Φλ. Θεοδώριχος, έλαβαν την επαρχία της Ιταλίας.
- Ο Κλόβις Α' αναγνωρίστηκε ως έπαρχος της Γαλατίας (που του χρησίμευσε ως πρόσχημα για να καταλάβει τα εδάφη των Βησιγότθων στη Γαλατία).
- Οι Βησιγότθοι αναγνωρίστηκαν για την κυριαρχία τους στην επαρχία της Ισπανίας.
- και οι Βάνδαλοι για τη δική τους επάνω στην Αφρική.
Αυτή η αναγνώριση διατηρήθηκε μέχρι την άνοδο του Ιουστινιανού Α', ο οποίος έληξε την κυριαρχία των Οστρογότθων και των Βανδάλων, αλλά συνέχισε να αναγνωρίζει τους Φράγκους (καθώς και οι δύο Ορθόδοξοι) και τους Βησιγότθους (λόγω της έλλειψης δύναμης να συνεχίσει την Ανάκτηση της Αυτοκρατορίας (Recuperatio Imperii), αλλά καταφέρνοντας να θέσει έναν φιλορωμαίο βασιλιά, τον Αθαναγίλδος, και την κατάκτηση της Ισπανίας).
Κατάλογος γνωστών επέρχων της Πραιτωριανής Φρουράς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ακολουθεί κατάλογος όλων των γνωστών επάρχων της Πραιτωριανής Φρουράς, από την ίδρυση της θέσης το 2 π.Χ. από τον Αύγουστο μέχρι την κατάργηση της Φρουράς το 314 [4] Ο κατάλογος θεωρείται ελλιπής, λόγω της έλλειψης πηγών που να τεκμηριώνουν τον ακριβή αριθμό των ατόμων, που κατείχαν τη θέση: ποια ήταν τα ονόματά τους και ποια ήταν η διάρκεια της θητείας τους. Ομοίως, οι Πραιτωριανοί διοικούνταν μερικές φορές από έναν μόνο έπαρχο, όπως συνέβαινε για παράδειγμα με τον Σηιανό ή τον Bούρρο, αλλά πιο συχνά ο Αυτοκράτορας όριζε δύο διοικητές, οι οποίοι μοιράζονταν από κοινού την ηγεσία. Οι επικαλυπτόμενοι όροι στη λίστα υποδηλώνουν διπλή εντολή.
Δυναστεία των Ιουλίων-Κλαυδίων (2 π.Χ. – 68 μ.Χ.)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Έπαρχος | Κατοχή | Αυτοκράτορας που υπηρέτησε |
---|---|---|
Πόπλιος Σάλβιος Άπερ | 2 – ? ? | Αύγουστος |
Κόιντος Οστόριος Σκαιπούλα | 2 – ? ? | Αύγουστος |
Πόπλιος Βάριος Λίγκουρ [5] | ? ? | Αύγουστος |
Λεύκιος Σέιος Στράβο | ?? – 15 | Αύγουστος, Τιβέριος |
Λεύκιος Αίλιος Σηιανός | 14 – 31 | Τιβέριος |
Κόιντος Ναίβιος Σουτόσριος Μάκρο | 31 – 38 | Τιβέριος, Γ. Καλιγούλας |
Μάρκος Αρένικος Κλήμης | 38 – 41 | Γ. Καλιγούλας |
Λεύκιος Αρούντιος Στέλα [6] | 38 – 41 | Γ. Καλιγούλας |
Ρούγριος Πολίο | 41 – 44 | Κλαύδιος |
Κατόνιος Ιούστος | 41 – 43 | Κλαύδιος |
Ρούφριος Κρισπίνος | 43 – 51 | Κλαύδιος |
Λεύκιος Λεύκιος Γέτα | 44 – 51 | Κλαύδιος |
Σάξτος Αφράνιος Βούρος | 51 – 62 | Κλαύδιος, Νέρων |
Λεύκιος Φαίνιος Ρούφος | 62 – 65 | Νέρων |
Γάιος Οφόνιος Τιγγελλίνος | 62 – 68 | Νέρων |
Γάιος Νυμφίδιος Σαβίνος | 65 – 68 | Νέρων |
Έτος των τεσσάρων Αυτοκρατόρων (68 μ.Χ. – 69)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Έπαρχος | Κατοχή | Αυτοκράτορας που υπηρέτησε |
---|---|---|
Κορνήλιος Λάκο | 68 – 69 | Γάλβας |
Πλότιος Φίρμος | 69 | Μ. Σ. Όθων |
Λικίνιος Πρόκουλος | 69 | Μ. Σ. Όθων |
Πόπλιος Σαβίνος | 69 | Βιτέλλιος |
Αλφένιος Βάρος | 69 | Βιτέλλιος |
Ιούνιος Πρίσκος | 69 | Βιτέλλιος |
Δυναστεία των Φλαβίων (69 – 96)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Έπαρχος | Κατοχή | Αυτοκράτορας που υπηρέτησε |
---|---|---|
Άριος Βάρος | – | Βεσπασιανός |
Μάρκος Αρένικος Κλήμης[7] | – | Βεσπασιανός |
Τιβέριος Ιούλιος Αλέξανδρος [8] (? ) | 69 – ? ? | Βεσπασιανός |
Τίτος Φλ. Βεσπ. [9] | 71 – 79 | Βεσπασιανός |
Λεύκιος Ιούλιος Ούρσος [10] | 81 – 83 | Δομιτιανός |
Κορνήλιος Φούσκος | 81 – 87 | Δομιτιανός |
Λεύκιος Λαβέριος Μάξιμος [10] | 83 – 84 | Δομιτιανός |
Κασπέριος Αιλιανός | 84 – 94 | Δομιτιανός |
Τίτος Φλάβιος Νορβάνος | 94 – 96 | Δομιτιανός |
Τίτος Πετρόνιος Σεκούνδος | 94 – 97 | Δομιτιανός |
Πέντε καλοί Αυτοκράτορες ως τον Δίδιο Ιουλιανό (96 – 193)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Έπαρχος | Κατοχή | Αυτοκράτορας που υπηρέτησε |
---|---|---|
Κασπέριος Αιλιανός | – | Νέρβας |
Σέξτος Άτιος Σουβουράνος | – | Τραϊανός |
Τιβέριος Κλαύδιος Λιβιανός | 101 – 117; | Τραϊανός |
Πόπλιος Ακίλιος Ατιανός [11] | 117 – 120 | Τραϊανός, Αδριανός |
Σέρβιος Σουλπίκιος Σιμίλις | 121 – 123 | Τραϊανός, Αδριανός |
Γάιος Σεπτίκιος Κλάρος | 120 – 123 | Αδριανός |
Κόιντος Mάρκιος Tούρβο | 120 – 137 | Αδριανός |
Mάρκος Πετρόνιος Μαμερτίνοςs | 138 – 143 | Αδριανός, Αντωνίνος Πίος |
Mάρκος Γάβιος Μάξιμος | 138 – 158 | Αδριανός, Αντωνίνος Πίος |
Γάιος Τάτιος Μάξιμος | 158 – 160 | Αντωνίνος Πίος |
Σήξτος Κορνήλιος Ρεπεντίνος | 160 – 166/7 | Αντωνίνος Πίος |
Tίτος Φούριος Βικτωρίνος | 159 – 168 | Aντωνίνος Πίος, Μάρκος Αυρήλιος |
Τίτος Φλάβιος Κώνστας | ντο. 168 | Μάρκος Αυρήλιος |
Mάρκος Mακρίνιος Βίντεξ | 168 – 172 | Μάρκος Αυρήλιος |
Mάρκος Βασαίος Ρούφος | 168 – 177 | Μάρκος Αυρήλιος |
Πόπλιος Ταρουτένιος Πατέρνος | από 179 – 182 | Μάρκος Αυρήλιος, Κόμμοδος |
Σήξτος Τιγίδιος Περένις | 180 – 185 | Κόμμοδος |
Πεσκένιος Νίγηρ | ντο. 185 | Κόμμοδος |
Mάρκιος Κουάρτος | 185 | Κόμμοδος |
Tίτος Λ | 185 – 187 | Κόμμοδος |
Πόπλιος Ατίλιος Αιβουτιανός | 185 – 187 | Κόμμοδος |
Mάρκος Αυρήλιος Κλέανδρος | 187 – 189 | Κόμμοδος |
Λεύκιος Ιούλιος Βεχίλιος Γράτος Ιουλιανός | 188 – 189 | Κόμμοδος |
Ρηγίλος | 189 | Κόμμοδος |
Μοτιληνός | 190 | Κόμμοδος, Περτίναξ, Δίδιος Ιουλιανός |
Κόιντος Αιμίλιος Λαίτος | 192 – 193 | Κόμμοδος, Περτίναξ, Δίδιος Ιουλιανός |
Tίτος Φλάβιος Γενιάλις | 193 | Δίδιος Ιουλιανός |
Tούλιος Κρισπίνος | 193 | Δίδιος Ιουλιανός |
Δυναστεία των Σεβήρων (193 – 235)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κρίση του 3ου αι. (235 – 285)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Έπαρχος | Κατοχή | Αυτοκράτορας που υπηρέτησε |
---|---|---|
Βιταλιανός | 238 | Μαξιμίνος Θραξ |
Aνουλίνος | ?? – 238 | Μαξιμίνος Θραξ |
Πινάριος Βάλης | 238 | Πουπιηνός, Βαλβίνος |
Δομίτιος | πριν από 240 – ? ? | Γορδιανός Γ΄ |
Γάιος Φούριος Ακουίλα Τιμησίθεος | 241 – 244 | Γορδιανός Γ΄ |
Γάιος Ιούλιος Πρίσκος | 242 – 246 | Γόρδιος Γ', Φίλιππος ο Άραβας |
Φίλιππος ο Άραβας | 243 – 244 | Γόρδιος Γ' |
Μαίκιος Γορδιανός | 244 | Γόρδιος Γ' |
Κόιντος Ερένιος Πότενς | 249 – 251 | Δέκιος ; |
Σουκησιανός | 254 – 255/260 | Βαλεριάνα |
Σιλβάνος | ?? – γ. 260 | Γαλλιηνός |
Λεύκιος Πετρόνιος Tαύρος Βολουσιανός [13] | ντο. 260 | Γαλλιηνός |
Κάλλιστος Μπαλίστα | 260 – 261 | Μαρκιανός, Κουίετος |
Μάρκος Αυρήλιος Ηρακλιανός | 268 | Γαλλιηνός |
Ιούλιος Πλακιδιανός | ντο. 270 | Αυρηλιανός |
Μάρκος Άνιος Φλωριανός | 275 – 276 | Μ. Κ. Τάκιτος |
Μ. Αυ. Κάρος | 276 – 282 | Πρόβος |
Lucius Flavius Aper | 284 | Νουμεριανός |
Μ. Αυ. Σαβίνος Marcus Aurelius | ντο. 283; – γ. 284 | Καρίνος |
Τίτος Κλαύδιος Αυρήλιος Αριστόβουλος | 285 | Καρίνος, Διοκλητιανός |
Τετραρχία ως τον Κωνσταντίνο Α΄ (μ.Χ. 285 – 324)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Έπαρχος | Κατοχή | Αυτοκράτορας που υπηρέτησε |
---|---|---|
Aφράνιος Ανιβαλιανός | 286/292 | Διοκλητιανός |
Ασκληπιάδης | 303 | (στην Αντιόχεια) |
Πομπόνιος Ιανουαριανός | 285/286 | Μαξέντιος |
Ιούλ. Ασκληπιόδοτος | 290 – 296 | Διοκλητιανός, Κωνστάντιος Χλωρός |
Κωνστάντιος Χλωρός | ? ? – ? ? | Διοκλητιανός |
Μάνλιος Ρουστικιανός | 306 – 310 | Μαξέντιος |
Γάιος Κηιόνιος Ρούφιος Βολουσιανός | 309 – 310 | Μαξέντιος |
Ρουρίκιος Πομπηιανός | ?? – 312 | Μαξέντιος |
Τάτιος Ανδρόνικος | 310 | Γαλέριος |
Πομπήιος Πρόβος | 310 – 314 | Λικίνιος |
Πετρόνιος Ανιανός | 315 – 317 | Κωνσταντίνος Ι |
Ιούλιος Ιουλιανός | 315 – 324 | Λικίνιος |
Ιούνιος Άνιος Βάσος | 318 – 331 | Κωνσταντίνος Α΄ |
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Για τους πραιτοριανούς νομάρχες μετά την αναμόρφωση του αξιώματος από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α', βλ.
- Υπαρχία της Ιταλίας
- Υπαρχία της Γαλατίας
- Υπαρχία της Ανατολής
- Επαρχότητα του πραιτωρίου του Ιλλυρικού
Μία άλλη επαρχία ιδρύθηκε από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α' τον 6ο αι.:
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Lesley and Roy Adkins. Handbook to life in Ancient Rome.Oxford University Press, 1993. (ISBN 0-19-512332-8). page 241
- ↑ M. C. J. Miller. Abbreviations in Latin.Ares Publishers, inc., 1998. (ISBN 0-89005-568-8). Pages xxcii and xcvi, sub vocibus.
- ↑ Kelly, Christopher (2004). Ruling the later Roman Empire. Harvard University Press. σελ. 41. ISBN 978-0-674-01564-7.
- ↑ Dates from 2 BC to AD 260 based on Guy de la Bédoyère, Praetorian (New Haven: Yale Press, 2017), pp. 280-282
- ↑ The existence of Varius Ligur is disputed, and is only inferred from a single passage by Cassius Dio, who identifies him as Valerius Ligur. Modern historians suggest that, if Valerius Ligur was a prefect at all, he may have been mistaken for a man named Varius Ligur, who seems to have been a more likely candidate for the office. See Bingham (1997), p. 42.
- ↑ Wiseman, Timothy Peter (1991). Death of an Emperor: Flavius Josephus (Exeter Studies in History). Northwestern University Press. σελίδες 59, 62. ISBN 978-0-85989-356-5.
- ↑ Γιος του Marcus Arrecinus Clemens, που ήταν έπαρχος του πραιτωρίου επί Κλαυδίου
- ↑ Whether Tiberius Julius Alexander held the office of Praetorian prefect is disputed, and rests on a fragment from a recovered papyrus scroll. If he did held the post, he may have done so during the Jewish wars under Titus, or during the 70s as his colleague in Rome. See Lendering, Jona. «Tiberius Julius Alexander». Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2020.
- ↑ Γιος του Βεσπασιανού, ο μετέπειτα Αυτοκράτορας Τίτος
- ↑ 10,0 10,1 Syme (1980), 66
- ↑ Syme (1980), 67
- ↑ The later emperor Macrinus.
- ↑ The names and dates for the years 260-285 are based on A.H.M. Jones, et alia, Prosopography of the Later Roman Empire, Volume I (AD 260-395) (Cambridge: University Press, 1971), p. 1047
Βιβλιογραφικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Bingham, Sandra J. (1999) [1997]. The praetorian guard in the political and social life of Julio-Claudian Rome. Ottawa: National Library of Canada. ISBN 0612271064. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Μαρτίου 2017. Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2007.
- Howe, Laurence Lee (1942). The Pretorian Prefect from Commodus to Diocletian (AD 180–305). Chicago, Illinois: University of Chicago Press.
- Miller, M. C. J. (1998). Abbreviations in Latin. Chicago, Illinois: Ares Publishers, inc.
- Rossignol, Benoît (2007). «Les préfets du prétoire de Marc Aurèle». Cahiers du Centre Gustave Glotz 18: 141–177. doi:. http://www.persee.fr/doc/ccgg_1016-9008_2007_num_18_1_1648.
- Syme, Ronald (1980). «Guard Prefects of Trajan and Hadrian». Journal of Roman Studies 70: 64–80. doi: .