Χομς
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Χομς | |
---|---|
34°44′0″N 36°43′0″E | |
Χώρα | Συρία |
Διοικητική υπαγωγή | Συρία |
Ίδρυση | 2000 π.Χ. |
Έκταση | 48.000.000 m² |
Υψόμετρο | 511 μέτρα |
Πληθυσμός | 775.404 (2017) |
Τηλ. κωδ. | 031 |
Ζώνη ώρας | UTC+02:00 |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Χομς (Αραβικά: حمص, Αρχαία Ελληνικά: Ἔμεσα) είναι πόλη της Συρίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, με περίπου 1.500.000 κατοίκους. Βρίσκεται 501 μ. πάνω από το επίπεδο της θάλασσας και 162 χιλιόμετρα βορείως της συριακής πρωτεύουσας Δαμασκού. Λόγω της θέσης της στον ποταμό Ορόντη και κοντά στα παράλια της Μεσογείου, αποτελεί σπουδαίο διαμετακομιστικό κέντρο μεταξύ παραλίων και ενδοχώρας. Η πόλη είναι επίσης έδρα της Μητροπόλεως Εμέσης του Πατριαρχείου Αντιοχείας.
Η πόλη ήταν γνωστή από τον 1ο αιώνα π.Χ., αιώνα των ελληνιστικών χρόνων, υπό την κυριαρχία των Σελευκιδών, με το όνομα Έμεσα. Ήταν ξακουστή για το ναό του παγανιστικού (φοινικικής) προέλευσης, θεού του ήλιου, Ηλιογάβαλου. Από τον κύκλο των ιερέων-βασιλέων της Έμεσας λέγεται ότι καταγόταν η οικογένεια του Ιάμβλιχου. Τον καιρό της βυζαντινής κατοχής και εξάπλωσης του Χριστιανισμού, αναδείχτηκε ως πόλη μεγάλης σημασίας. Υπήρξε επίσης πατρίδα του Πάπα Ανίκητου και του Ρωμανού του Μελωδού.
Όταν πέρασε στα χέρια των μουσουλμάνων το 637, αποτέλεσε την πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Σε όλη τη διάρκεια της αραβικής κατοχής της, οι μουσουλμανικές δυναστείες διαγκωνίζοντο για τον έλεγχό της, καθώς αποτελούσε πόλη ιδιαίτερης στρατηγικής και οικονομικής σημασίας. Ακολούθησαν οι Οθωμανοί Τούρκοι, στα χρόνια των οποίων η πόλη γνώρισε περίοδο παρακμής, μέχρι τον 19ο αιώνα, όταν χάρη στην άνθιση της βιομηχανίας βάμβακος, γνώρισε περίοδο νέας ακμής.
Στη σημερινή εποχή, η Χομς είναι μεγάλο βιομηχανικό κέντρο, με πληθυσμό 1.500.000 κατοίκων, ούσα η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας, μετά το Χαλέπι βορειότερα και την πρωτεύουσα Δαμασκό νοτιότερα. Αποτελεί έδρα Πανεπιστημίου, ενώ η οικονομία της βασίζεται κυρίως στην αγροτική παραγωγή της περιφέρειάς της. Έχει επίσης ένα κρατικό διυλιστήριο πετρελαίου και αρκετές μικρές βιομηχανικές μονάδες. Ο πληθυσμός της είναι ένα κράμα θρησκειών, αντανακλώντας το πολυποίκιλο θρησκευτικό μωσαϊκό της Συρίας. Οι πιο πολλοί κάτοικοι είναι Σουνίτες Μουσουλμάνοι, ομιλούντες την αραβική γλώσσα, με μια δυναμική μειοψηφία Χριστιανών Ορθοδόξων. Την πόλη κοσμεί σημαντικός αριθμός ιστορικών χριστιανικών ναών, εκκλησιών και μουσουλμανικών τεμένων, ενώ βρίσκεται κοντά στο φρούριο του Κρακ (ονομαστό φρούριο της εποχής των Σταυροφοριών), το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Επαμεινώνδα Βρανόπουλου, Οδοιπορικό στη Συρία, εκδόσεις Πελασγός, 2006