Ολα ξεκίνησαν από ένα κουτί που περιείχε ληγμένα φάρμακα. Πέταξα τις τελευταίες ασπιρίνες και τα άθικτα μυοχαλαρωτικά και σημείωσα ποιες αντιβιώσεις θα αντικατασταθούν στην επόμενη επίσκεψη σε ελληνικό φαρμακείο. Ξέρω τι σκέφτεστε, ναι, έχετε δίκιο, για καθαρά ψυχολογικούς λόγους χρειάζομαι φρέσκα κουτιά αντιβιώσεων στο ντουλάπι μου.
Μετά, άνοιξα το συρτάρι του Ντίνου (14) και βρήκα δεκάδες σκόρπιες πλαστικοποιημένες κάρτες: ποδοσφαιρικές, πόκεμον και κάρτες εκμάθησης προπαίδειας. Τις τακτοποίησα ανά κατηγορία, έβαλα τον Εμπαπέ πίσω από τον Κέιν δεμένους με λαστιχάκι και τους αποχαιρέτησα. Κράτησα, για τις αναμνήσεις, όσες είχαν νούμερα, 6 x 7, 3 x 9, 8 x 6. Εχω περάσει άπειρες προπονητικές ώρες με την προπαίδεια. Μάλωσα και με έναν ταξιτζή μια φορά όταν απάντησε λάθος στο 8 x 8, πάνω σε μια διάβαση, ενόσω η ερώτηση προοριζόταν για τον οκτάχρονο τότε Ντίνο. Θύμωσε τόσο ο ταξιτζής που με καταχώρισε στη μαύρη λίστα των πελατών Uber, τότε με ένοιαξε, αλλά περισσότερο το γεγονός ότι δεν γνώριζε την προπαίδεια.
Μετά πέρασα στην κουζίνα, εύκολο, ό,τι δεν έχει χρησιμοποιηθεί τον τελευταίο χρόνο μάλλον δεν θα χρησιμοποιηθεί ποτέ, στομωμένα μαχαίρια, περιττοί δίσκοι φαγητού, μικρές ηλεκτρικές συσκευές σε αχρηστία. Και τα βιβλία εύκολα, ενόσω βρίσκονται παντού, κατά μήκος του διαδρόμου, στο σαλόνι, στα γραφεία, στα κομοδίνα, ξέρω ακριβώς σε ποια επιφάνεια και σε ποιο ράφι βρίσκεται το καθένα ανά πάσα στιγμή, σαν να τα ακολουθώ ηλεκτρονικά.
Κι όλο αυτό, παρεκκλίνω, γιατί διαθέτω μια ασυναγώνιστη μέθοδο ταξινόμησης: υφολογική, χρονολογική, γεωγραφική. Τα Νομπέλ ξεχωριστά –για να επικαιροποιείται η βιβλιοθήκη–, οι φίλοι συγγραφείς δίπλα, οι εχθροί σε άλλον χώρο. Παρ’ όλα αυτά ανίχνευσα μερικούς διπλούς, κάποιους τριπλούς, ίδιους τίτλους στα ελληνικά και στα αγγλικά, πολλά αδιάβαστα και τα «Ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου που το προόριζα για τον Ντίνο. Ποιον κοροϊδεύω; Δεν θα διαβαστούν ποτέ. Τα απέσυρα.
Μετά ήρθαν τα δύσκολα, η Μαρί Κόντο –Γιαπωνέζα γκουρού της τακτοποίησης– προτείνει να αδειάσουμε όλο το περιεχόμενο της ντουλάπας στο πάτωμα και να ξεδιαλέγουμε ακουμπώντας τα ένα ένα με φροντίδα. Δεν υπάρχει περίπτωση, δεν διαθέτω τέτοιο απόθεμα τρυφερότητας για να πατάω πάνω σε μπλουζάκια και φούτερ για μέρες. Ακολούθησα όμως την ασιατική συμβουλή για μικρά σπίτια: όλα να διπλώνονται ανά κατηγορία, και ό,τι αντιστέκεται να κρεμιέται.
Τα βαρύτερα σακάκια από αριστερά, φανταστείτε λέει ένα βέλος, και τα ελαφρύτερα υφάσματα στα δεξιά. Το τρικ, ισχυρίζεται, προκαλεί κάτι σαν ανάταση και κάθε φορά που θα ανοίγει η ντουλάπα θα γλιτώνουμε τον ίλιγγο. Το έκανα κι αυτό, αφού πρώτα ελάφρωσα το περιεχόμενο κατά το ήμισυ. Οταν άνοιξα την ντουλάπα τίποτα δεν έπεσε. Σαν τη ζωή η ντουλάπα, μια άσκηση πειθαρχίας για την ισορροπία. Πειθαρχία πρώτα στο κοπιαστικό: να αφήνεις πίσω, για να κάνεις χώρο για τα επόμενα. Χρειάζονται χώρο οι ανατροπές, για το ξέφωτο της εξισορρόπησης. Απαιτεί ευκαμψία η ισορροπία.
Ορμηξα στις κάλτσες, από τα πιο αγαπημένα αξεσουάρ και, σύμφωνα με την Κόντο, από τα πιο σκληρά εργαζόμενα. Ισχυρίζεται ότι στο συρτάρι οι κάλτσες περνούν τις αργίες τους και οφείλουν να ξεκουράζονται. Μάλιστα. Τις απεγκλώβισα από το σφιχτό κουβάρι τους, κράτησα μερικές και τις εναπόθεσα τη μια πάνω στην άλλη, σαν σύγχρονο ζευγάρι σε διάσταση διαρκείας που ισοδυναμεί με διακοπές.
Να πετούμε, να χαρίζουμε, να ανακυκλώνουμε. Για να μπορούμε να επικεντρωθούμε σε ό,τι επιδιορθώνεται, για να στρέφεται η προσοχή στα σημαντικά τής κάθε φάσης της ζωής μας.
Την ώρα που σκεφτόμουν ότι θα κρατήσω το μαύρο φόρεμα παρόλο που δεν μου δίνει χαρά, αυτομολώντας από τη μινιμαλιστικά γιαπωνέζικη προτροπή «μόνο αν σου δίνει χαρά κράτα το». Την ώρα εκείνη λοιπόν, της απαραίτητης λιποταξίας –διότι αν λάμβανα σοβαρά υπόψη την ενθάρρυνση δεν θα μου έμενε ούτε αδιάβροχο να φορέσω– και πριν καταπιαστώ με τα βαρέα και ανθυγιεινά της ευταξίας των χαρτιών, χτυπάει το τηλέφωνο.
Και μια φίλη μού λέει: «Από τότε που έχασα τη μητέρα μου –μέσα του προηγούμενου έτους– ακόμα ασχολούμαι με το ξεκαθάρισμα του σπιτιού». Βρίσκεται ανάμεσα από τραπέζια και τραπεζάκια, ραγισμένα φλιτζάνια, πορσελάνινα διακοσμητικά, κιτρινισμένες εφημερίδες, ασημένια κουτιά για τσιγάρα και φθαρμένες βαλίτσες. Αποδείξεις του παρελθόντος.
Στέκεται ανάμεσα σε ενθύμια και τετριμμένα τεκμήρια της καθημερινότητας που διεκόπη. Ανάμεσα σε αντικείμενα που αγοράστηκαν σύμφωνα με το γούστο, την εποχή και τις ανάγκες τους. Αντικείμενα που κοσμούσαν και προσέδιδαν χαρά, ένα στρώμα αναμνήσεων, ίσως και κύρος. Αντικείμενα εμποτισμένα με την προσδοκία ότι θα αντέξουν και θα μεταβιβαστούν στις επόμενες γενιές. Πράγματα. Ενα μουσείο με συσσωρευμένα υπάρχοντα, μια πορεία της ζωής των γονιών με πειστήρια, που χρειάζεται διαχείριση και έναν επιμελητή που πάντα πενθεί.
Και τότε κατάλαβα, η νέα χρονιά δεν ήρθε απλώς με την πρωτόγνωρη νεύρωση της διευθέτησης και ότι τα ληγμένα φάρμακα είναι η αφορμή. Συνειδητοποίησα την ηλικία μας και ότι με τα χρόνια έρχεται και η ανάγκη για μια ελαφρύτερη ζωή. Για μια ζωή λιγότερο επιβαρυμένη από άγχη, φοβίες και ευθύνες –που είναι δύσκολο–, αλλά, τουλάχιστον, με τη λιγότερο δυνατή επιδείνωση. Μια ζωή λιγότερο επιβαρυμένη από το φορτίο των «πραγμάτων» –παρωδικά στη μόδα– που καλύπτουν ψευδαισθήσεις – της νοσταλγίας, της ανθεκτικότητας, της διαχρονικότητας.
Μπορεί να έχει δίκιο η Κόντο, να φυλούμε ό,τι μας δίνει χαρά. Να πετούμε, να χαρίζουμε, να ανακυκλώνουμε. Για να μπορούμε να επικεντρωθούμε σε ό,τι επιδιορθώνεται, για να στρέφεται η προσοχή στα σημαντικά τής κάθε φάσης της ζωής μας. «Πού είναι οι ασπιρίνες;» με ρώτησε ο Αναστάσης. «Τις πέταξα, είχαν λήξει». «Τίποτα δεν λήγει, θυμήσου, είναι όλο δημιούργημα του μάρκετινγκ». Τον έχω παντρευτεί, δεν ξέρω, ίσως να μην ανακυκλώνεται. Διαχρονική αξία.
*Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.