Academia.eduAcademia.edu

Πάνος Πανόπουλος - "Της Αμβρακίας τα μπλουζ: Ακαρνανικοί αντίλαλοι του Παγκόσμιου Νότου", Panos Panopoulos - "Amvrakia lake blues: Acarnanian echoes of the Global South"

Πάνος Πανόπουλος – «Της Αμβρακίας τα μπλουζ: Ακαρνανικοί αντίλαλοι του Παγκόσμιου Νότου»/ Panos Panopoulos – “Amvrakia lake blues: Acarnanian echoes of the Global South”, Πάνος Χαραλάμπους – AMVRAKIA.MIA: έκθεση στην Citronne Gallery, από 21/03/2024 έως 11/05/2024. Εγκαίνια: Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024. Η έκθεση συνοδεύεται από την δίγλωσση έκδοση AMVRAKIA.MIA (CITRONΝΕ Gallery και εκδόσεις Καστανιώτη). Κείμενα: Πάνoς Χαραλάμπους, Πάνος Πανόπουλος, Τατιάνα Σπινάρη-Πολλάλη, Θωμάς Συμεωνίδης και Μαρίνα Φωκίδη.

192 Πάνος Πανόπουλος* Panos Panopoulos* Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας Associate Professor University of the Aegean Department of Social Anthropology and History Της Αμβρακίας τα μπλουζ: Ακαρνανικοί αντίλαλοι του Παγκόσμιου Νότου Amvrakia lake blues: Acarnanian echoes of the Global South «[…]Να γράψει όπως ένας σκύλος φτιάχνει τη φωλιά του, ή ένας ποντικός το λαγούμι του. Ως εκ τούτου, πρέπει να βρει το δικό του στίγμα υπανάπτυξης, τη δική του ντοπιολαλιά, τον δικό του τρίτο κόσμο, τη δική του έρημο. […]»(Ζιλ Ντελέζ & Φελίξ Γκουατταρί, Κάφκα: Για μια ελάσσονα λογοτεχνία, Μετάφραση: Κωστής Παπαγιώργης, Σειρά: Ελάσσονα Φιλοσοφικά, Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998 [1975], σελ. 53). “[…]Writing like a dog digging a hole, a rat digging its burrow. And to do that, finding his own point of underdevelopment, his own patois, his own third world, his own desert. […]”(Gilles Deleuze & Félix Guattari, Kafka: Toward a Minor Literature, Translation by Dana Polan, University of Minnesota Press, Minneapolis: 1986 [1975], p. 18). I. Οι δίσκοι I. The records Αφετηρία και τέλος, πάντα οι δίσκοι: Οσάκις έχω ρωτήσει τον Πάνο Χαραλάμπους, υπαινικτικά ή ρητά, αφελώς ή σκοπίμως, μέσα στα χρόνια της φιλίας μας, για το πόσους δίσκους έχει στη συλλογή του και πού βρίσκονται, η χαμογελαστή του απάντηση συνήθως είναι «από ’δώ μέχρι το Αγρίνιο», ή κάτι ανάλογο. Πέρα από την κατανοητή, προληπτική, αποφυγή του αφοσιωμένου συλλέκτη να καταχωρίσει τα περιεχόμενα της συλλογής του, να μετρήσει τα «κομμάτια» του, η υπαινικτική φράση προσδιορίζει, αν κάτι προσδιορίζει, μια μεσότητα, έναν ενδιάμεσο χώρο κι έναν μεταβατικό χρόνο, έναν συμβολικό τόπο ούτε ’δώ ούτε ’κεί, εν μέση οδώ και εν προόδω. Οι συλλογές, ως γνωστόν, δεν τελειώνουν ποτέ, δεν μπορούν σχεδόν ποτέ να είναι πλήρεις΄ η σκέψη της ολοκλήρωσης, διαρκώς και βασανιστικά παρούσα, αλλά συγχρόνως και ουσιαστικά αδιανόητη, κινεί αλλά και αντιστρατεύεται κάθε παθιασμένο Always start and end with the records: During all those years of our friendship, whenever I have asked Panos Charalambous, implicitly or explicitly, naively or purposely, about how many records he has in his collection and their whereabouts, he smiles and usually says “from here to Agrinio”, or something similar. This teasing phrase goes beyond a reasonable and preemptive attempt on behalf of the avid collector to avoid catalogue his collection, to count his “units”; if it describes one thing, it is an in-betweenness, an intermediate space and a transitional time, a halfway symbolic place in progress which is neither here nor there. Collecting, after all, is a never-ending process; it is almost impossible for a collection to be complete; the very thought of completion, constantly and painstakingly present, yet essentially 193 συλλεκτικό εγχείρημα. Η διαρκής και κυριολεκτική απεδαφοποίηση αυτής της συλλογής δεν είναι το μόνο της παράδοξο. Τα κομμάτια της, ψηφίδες μιας ασύλληπτης πολυμορφίας και αχανούς ποικιλίας, ιστορικής ενδεχομενικότητας και γεωγραφικής διασποράς, παραμένουν εν πολλοίς αταξινόμητα και ακαταλογογράφητα΄ διαρκώς παρόντα, ωστόσο, όλα μαζί συγχρόνως και σε κάθε ευκαιρία, αφορμή, διάθεση της στιγμής ή επιθυμία, στο εκάστοτε συμβάν και την ευνοϊκή συγκυρία που θα τα ξαναφέρουν στον νου και την αφή του συλλογέα τους, για να τοποθετηθούν άλλη μια φορά οι δίσκοι στο πλατώ και ν’ αφεθούν ή να υποχρεωθούν να παίξουν, είτε με τις κανονικές βελόνες των πικάπ, είτε με αυτοσχέδιες ακίδες. Όσο πολύτιμοι ή σπάνιοι, οι δίσκοι αυτοί είναι πάντοτε προσιτοί, διαθέσιμοι, δεν αποτελούν απροσπέλαστα αντικείμενα, ιερά κι ανέγγιχτα, η αξία τους είναι η αξία χρήσης τους΄ τ’αυλάκια τους είναι τα υλικά ίχνη φωνών κι απόηχων που προσδοκούν να ηχήσουν πάλι, συλλέγουν φωνές του κόσμου που εμμένουν στο άκουσμά τους, στην πρόσκαιρη ανάστασή τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η χρήση τους καθίσταται ανίερη, κάποιες φορές έως και βέβηλη, καθώς αφήνονται στο έλεος των στοιχείων της φύσης, τη βροχή και το χαλάζι, επιπλέουν ή βυθίζονται, θάβονται και ξεθάβονται, για να διασωθούν στη συνέχεια στραπατσαρισμένοι ή να καταστραφούν, να χαθούν για πάντα, τουλάχιστον για μας που παραμένουμε εδώ για λίγο ακόμα. inconceivable, prompts but also works against every passionate collecting endeavour. The constant and literal deterritorialization of this collection is just one of its paradoxes. Its pieces, tiny elements of an unfathomable diversity and colossal variety, historical contingency and geographical dispersion, remain largely unclassified and uncatalogued; however, they are constantly present, all together at the same time and in every occasion, reason, mood of the moment or desire, in every event and favourable moment which will bring them back to the mind and hand of their collector, and thus, once again, the records will be placed on the turntable to play, forcibly or not, with the use of a standard stylus or a makeshift point. However precious or rare, these records are always reachable, available, they are not inaccessible objects, sacred and untouchable, their value is their use; their grooves are the tangible traces of voices and echoes which long to be heard once again, they collect voices of the world that persist in being heard, in their momentary resurrection. In some cases, their use becomes unholy, or even profane, as they are left at the mercy of the elements, rain and hail, they float or sink, they are buried and unearthed, only to be rescued battered or destroyed, to perish forever, at least for us who remain here for a while yet. 194 II. Φωνογραφίες II. Voice-o-graphs Δίπλα στους δίσκους με όλες τις φωνές του κόσμου, μυριάδες ηχητικές καταγραφές σε κάθε είδους τεχνολογίες του παρελθόντος και του παρόντος στοιχειώνουν την εκλεκτική ακουστική καθημερινότητα του συλλέκτη– φωνογράφου–τοπιογράφου. Χειροποίητοι δίσκοι, κασέτες και αυτοσχέδια CD που κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι, πολύτιμες τοπικές παραγωγές του ίδιου και άλλων αφοσιωμένων παραγωγών– ερασιτεχνών ηχογράφων, διατηρούν και ανασυστήνουν ηχοαισθήματα από γλέντια της αυγής στα ξακουστά πανηγύρια του Ξηρόμερου. Οι φωνές των τραγουδιστών και το παίξιμο των ντόπιων μουσικών, του Μάκη Βασιλειάδη, του Γάννη Βασιλόπουλου, του Νίκου Μακρυγιώργου, σε στιγμές έκστασης, σωματικής υλικότητας και απογειωτικής υπερβατικότητας, μιας παράδοξα γειωμένης αποσύνδεσης από τα εγκόσμια, φωνές και ήχοι που βρίσκονται στους αντίποδες της εθνικής καθαρότητας και λευκότητας, ηλεκτρικοί και ηλεκτρισμένοι, μαύροι, μιαροί και νότιοι, συντονίζονται χορωδιακά με τους παραλίμνιους κοασμούς και τις μυθικές οιμωγές του θηρίου της λίμνης, με τις λυγμικές δονήσεις από το βατραχόμορφο στέρνο – αντηχείο του Τάκη Καρναβά ή τον κύκνειο λαιμό της Μαρίας Κάλλας, συνιστώντας ακουστικές καφκικές μεταμορφώσεις που διαθλούν τα όρια μεταξύ ειδών, τόπων, εποχών, υψηλών και χαμηλών αισθητικών πτήσεων, γήινων, αέρινων ή υδάτινων περιδινήσεων. Φωνητικές εγγραφές σε όλων των ειδών τα «πρόχειρα», τα «εύκαιρα», τα διαθέσιμα, τα πιο κατάλληλα εν τέλει μέσα. Next to the records with all the voices of the world, innumerable sound recordings in all kinds of past and present formats haunt the eclectic acoustic routine of the collector–voice-o-grapher–landscape painter. Hand-made records, cassettes and makeshift CDs passing from hand to hand, precious local productions by him and other keen producersamateur recording artists, preserve and reconstruct the loudness of the revelries of dawn at the celebrated festivals of Xiromero. The voices of the singers and the performance of the local musicians, Makis Vassiliadis, Gannis Vassilopoulos, Nikos Makrygiorgos, in moments of ecstasy, physicality and uplifting transcendence, of an oddly grounded disconnection from the mundane; voices and sounds at the very opposite of national purity and whiteness, electric and electrified, black, foul and southern; a choir in tune with the lakeside croaks and the fabled wailings of the beast of the lake, with the sob-like vibrations from Takis Karnavas’ frog-shaped chest - resonator or Maria Callas’ swan-like neck; acoustic Kafkaesque transformations that blur the boundaries between genres, places, seasons, high and low aesthetic levitations, and earth, air or water spirals. Voice recordings on all kinds of “rough”, “handy”, available, and —ultimately— most suitable media. III. Τσακάλια, κουρούνες, βατράχια και κυπρίνοι In one of his most emblematic performances, Joseph Beuys spent the few days he was in the USA in a unique and surprising fashion, living in an art gallery with a coyote (“I Love America and America Loves Me”). Armed with patience and perseverance, Charalambous seeks to Σε μια από τις πιο εμβληματικές καλλιτεχνικές του δράσεις, ο Γιόζεφ Μπόυς πέρασε τις λίγες μέρες που βρέθηκε στις ΗΠΑ με μια ξεχωριστή κι απρόσμενη συντροφιά, συγκατοικώντας, III. Jackals, hooded crows, frogs and carps 195 σε μια αίθουσα τέχνης, μ’ ένα κογιότ (“I Love America and America Loves Me”). Ο Χαραλάμπους επιδιώκει, με υπομονή και προσήλωση, να χτίσει σχέσεις εμπιστοσύνης και οικειότητας με τα αγριοπούλια της πατρίδας του, τα μακρινά και απρόσιτα, τα επιβλαβή και αποσυνάγωγα, που οι κάτοικοι της περιοχής δεν αφήνουν σε χλωρό κλαρί. Πώς κερδίζεις την εμπιστοσύνη του άλλου είδους, του άλλου πλάσματος, που δεν είναι το εξημερωμένο κατοικίδιο, αλλά ένα αγρίμι; Μπορεί κανείς να επιδιώξει να γίνει ο ίδιος αγρίμι, να βιώσει την διαδικασία του γίγνεσθαιαγρίμι, υπερβαίνοντας τα όρια του είδους του, παίρνοντας το αναγκαίο ρίσκο, παίζοντας επικίνδυνα με ζωντανές αιχμές, ράμφη, ακίδες, που τσιμπούν, χτυπούν, τρυπούν, αλλά και ακολουθούν, στ’ αυλάκια των δίσκων, τα ανθρώπινα φωνητικά ίχνη; Οι ιδιαίτερες χωρικότητες και χρονικότητες των λιμναίων ηχοτοπίων ορίζουν πολύμορφες αισθητηριακότητες και ζωικές συμβιώσεις. Οι ανησυχητικές κραυγές μέσα στη νύχτα, οι ηχητικές αλληλεπικαλύψεις και ρυθμικότητες των φωνών της φύσης συμπληρώνουν τα ηχοτοπία των ανθρώπινων εκφράσεων και δραστηριοτήτων, τον ακουστικό μανδύα που μας καλύπτει, μας φοβίζει και μαζί μας προστατεύει. Το ακουστικό ζωολόγιο του καλλιτέχνη–τοπιογράφου της λίμνης Αμβρακίας δεν εξαιρεί κανένα σύρσιμο, φτερούγισμα, σπαρτάρισμα, καμιά κραταιή κραυγή ή ταπεινή φωνίτσα, κοασμό, παφλασμό, πλατάγισμα ή γλουγλούκισμα, η εικονογραφία του είναι ταυτόχρονα μια ηχητική τοπιογραφία των απειροελάχιστων ακουστικών αποχρώσεων, που ανιχνεύουν ένα γίγνεσθαι υλικής κι αισθητηριακής συνύπαρξης με το οικείο ανοίκειο, τους άλλους και τα άλλα. IV. Φωνοτοπία Η λίμνη έχει το δικό της λαιμό, το σώμα της, τα δικά της σπλάγχνα. Ο ανθρωπόμορφος αυχένας της, το πιο establish relationships of trust and familiarity with the wild birds of his homeland; the distant and the inaccessible, the harmful and the outcasts, those that the locals never leave in peace. How do you gain the trust of a different species, a different creature which is not a domesticated pet, but lives in the wild? Could one seek to become an animal, to experience the process of becoming-beast, crossing the boundaries of one’s species, taking the necessary risk, playing dangerously with live edges, beaks, spikes, which sting, hit, pierce, but also follow, on the grooves of the records, the human voice tracks? The particular spatialities and temporalities of lake soundscapes define multiform sensorialities and animal symbioses. The unsettling night-time cries, the sonic overlaps and rhythmicalities of nature’s voices add to the soundscapes of human expressions and activities, the acoustic veil that covers us, and frightens us while protecting us. The acoustic bestiary of the artistlandscape painter of Lake Amvrakia does not exclude any crawling, fluttering, floundering, any mighty cry or humble call, croak, splash, flap or glug; his imagery is at the same time a soundscape of the infinitesimal acoustic nuances which explore a becoming of material and sensorial coexistence with what is familiarly uncanny, with the others and all the other. IV. Voicescapes The lake has its own neck, its own body, and its own entrails. Its human-like neck, its narrowest, most accessible, but also dangerous passage, is also the site of its deadliest wreck, the most significant accident, the emblematic narrative of the local myth-history, which haunts 196 στενό, προσιτό, αλλά κι επικίνδυνο πέρασμά της, είναι και το σημείο του πιο πολύνεκρου ναυαγίου της, του σημαδιακού ατυχήματος, της εμβληματικής αφήγησης της τοπικής μυθιστορίας, που στοιχειώνει τη φαντασία και πνίγει τη φωνή στο λαρύγγι των ανθρώπων. Ό,τι απέμεινε στο έκθαμβο βλέμμα του παιδιού που πρωταντίκρυζε τον κόσμο είναι ένα αδιαπέραστο πλέγμα, ένα αξεδιάλυτο κουβάρι από κλαδιά, φύλλα, ψάρια, νεκρά ανθρώπινα σώματα, μαζί με τους γόους, τις οιμωγές των ζωντανών για τους νεκρούς, για την ανείπωτη τραγωδία της κοινότητας. Το θηρίο της λίμνης, που δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ένα μικροσκοπικό, φοβισμένο πουλάκι, ο ήταυρος, δημιουργεί μια αναπάντεχα πλούσια, φανταστική, ακουσματική τερατογονία, ένα πάνθεο μορφών κι ένα σύνολο συμβάντων προορισμένων να διασώσουν και να παράγουν βουερές μνήμες, που αναστατώνουν τα όνειρα μιας παιδικής ηλικίας οικογενειακών επεισοδίων πολιτικής βίας και ιστορικών αναταραχών. Από κοντά, ενσώματες μνήμες καθημερινών, τετριμμένων ήχων, της ρυθμικής κίνησης του νερού μέσα στα ξύλινα ή μεταλλικά δοχεία μεταφοράς με τα υποζύγια, καθώς και οι προσπάθειες αναδιευθέτησης, τα παιχνίδια ανασύνθεσης ηχητικών εικόνων, με τη μετακίνηση των λίθων στα ρυάκια, για τη δημιουργία μικρών φραγμάτων που αλλάζουν την υδάτινη, αλλά και τη μνημονική, κατεύθυνση των ρευμάτων, των επάλληλων συνειδητών και ασύνειδων ροών. Ταπεινά εργαλεία της καθημερινής ζωής και συστήματα σωλήνων για το πότισμα μεταμορφώνονται σε τοπικές ηχητικές καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις, τέχνη του τοπίου, με πολύπλοκα διαγράμματα, στάσεις, διατομές και διασταυρώσεις. Φωνές του τόπου, ανάσες του αγροτικού τοπίου. Και μαζί με όλ’ αυτά, η ψαρόβαρκα the imagination and suppresses the voice in our throat. What remains in the astonished gaze of the child who first saw the world is an impenetrable web, an indissoluble tangle of twigs, leaves, fish, dead human bodies, together with the weeps, the wailings of the living for the dead, for the unspeakable tragedy of the community. The beast of the lake, which is actually nothing more than a tiny, frightened bird, the bittern, creates a surprisingly rich, imaginative, acousmatic teratogenesis, a pantheon of figures and a set of events destined to salvage and produce boisterous memories which disrupt the memories of a childhood marked by family incidents of political violence and historical unrest. In close proximity, embodied memories of everyday, trivial sounds, of the rhythmic movement of water in the wooden or metal containers carried by the pack animals, as well as the attempts to rearrange water flows, in the games of reconstructing sound images, by moving the stones in the streams to create small dams which change the water, but also the mnemonic, direction of the currents, of the superimposed conscious and unconscious flows. Modest tools of everyday life and irrigation pipe systems are transformed into local sound art installations, landscape art, with complex diagrams, discontinuations, cross sections and intersections. Voices of the place, breaths of the rural landscape. And, alongside all this, the fishing boat - resonator, with strings adjusted to its hull which are played using cupping cups, one more token of the artist’s rich water landscapism which brings the echoes of the black Mississippi to the shallows of the Acarnanian lakeside topography. Here, William Faulkner’s Yoknapatawpha 197 αντηχείο, με τις προσαρμοσμένες στο σώμα της χορδές που παίζονται με τα βεντουζοπότηρα, μια ακόμα ψηφίδα της πλούσιας υδάτινης τοπιογραφίας του καλλιτέχνη, φέρνει τις αντηχήσεις του μαύρου Μισισιπή στα τενάγη της ακαρνανικής λιμναίας τοπογραφίας. Εδώ, η Γιοκναπατάουφα του Γουίλλιαμ Φώκνερ συναντά την ετερόδοξη αιτωλική λαογραφία/ εθνογραφία του Δημήτρη Λουκόπουλου: Πώς υφαίνουν και ντύνονται οι Αιτωλοί, πώς ψαρεύουν και ακούνε οι Ακαρνάνες; V. Αντηχήσεις Ποια ίχνη ακολουθεί κάποιος που μ’ ένα φτηνό κασετόφωνο στο χέρι διασχίζει βάλτους και καπνοχώραφα για να ηχογραφήσει, μέσα από κοασμούς και τριξίματα, τον σκοτεινό αντίλαλο ενός πανηγυριού στο πρωινό αποκορύφωμά του; Που παθιάζεται με τα ιερά τσακάλια που δονούν τις νύχτες στο Άγιο Όρος, με τον εκστασιασμένο χορευτή της αυγής που σκορπά αλόγιστα ό,τι με κόπο έσωσε να μαζέψει; Που γεμίζει μουσικούς κι εκθεσιακούς χώρους με τις παλαιικές αφίσες του λαϊκού ειδώλου της ιδιαίτερης πατρίδας του; Που στην κιθάρα του Κώστα Σούκα ακούει τον Χέντριξ και στην φαρφίσα του ξηρομερήτικου πανηγυριού τους απόηχους της αιθιοπικής τζαζ; Που φτιάχνει δίσκους με τους ρυθμικούς ήχους από τις βεντούζες που παίρνουν στην πλάτη του; Που επιλέγει να χορέψει εκστατικά πάνω στις ίδιες αυτές βεντούζες ή να τις μεταμορφώσει σε υδάτινο τοπίο αφρισμένης θάλασσας, πάνω στο οποίο θα περπατήσει; Που χρησιμοποιεί κάθε είδους αιχμή και ακίδα για ν’ αναστήσει τις αδύναμες κι αποσιωπημένες φωνές του κόσμου, ενώ ακούει τον αντίλαλό τους σε κάθε ηχητική ανάσα της κοιτίδας του; Η Αμβρακία του Πάνου Χαραλάμπους ανοίγεται σε μια μύχια, αλλά την ίδια στιγμή έντονα εξωστρεφή, ακουστική ενδοχώρα, όπου ό,τι πιο προσωπικό κι ενδόμυχο προϋποθέτει και διαρκώς meets the heterodox Aetolian folklore/ ethnography of Dimitris Loukopoulos: How do the Aetolians weave and dress, how do the Acarnanians fish and listen? V. Echoes What tracks does one follow who, with a cheap tape recorder in hand, crosses swamps and tobacco fields to record, surrounded by croaks and screeches, the dark echoing of a festival at its morning climax? Who is passionate about the sacred jackals that resound at night on Mount Athos or the ecstatic dancer at dawn who frantically squanders his hardearned dough? Who fills music halls and exhibition venues with the old posters of the popular idol of his homeland? Who hears echoes of Hendrix in Kostas Soukas’ guitar playing and of Ethiopian jazz in the farfisa of the festival of Xiromero? Who makes records of the rhythmic sounds of the cupping cups applied on his back? Who chooses to dance ecstatically on those very cupping cups or transform them into a waterscape of a foaming sea and walk on it? Who uses all kinds of points and spikes to amp up the weak and silenced voices of the people, while identifying their echo in every sonic breath of his birthplace? Panos Charalambous’ Amvrakia spreads into an inmost, yet intensely extrovert, acoustic heartland, where the most personal and private presuppose and constantly search for the multiform, loud or faint, hesitant or persistent, sonic alterities which resonate in the voices of the Global South and flow on the grooves of the records blending with the voices of the homeland as a starting and ending point of desire, trauma, personal and collective memory. Voices of things and creatures, real, imaginary or otherworldly, religious and secular, spiritual and cosmological, oppressed and 198 αναζητά τις πολύμορφες, ισχυρές ή ασθενείς, διστακτικές ή επίμονες, ηχητικές ετερότητες, που αντηχούν στις φωνές του Παγκόσμιου Νότου, αυτές που κυλούν στ’ αυλάκια των δίσκων και σμίγουν με τις φωνές της γενέθλιας γης ως αφετηριακό και καταληκτήριο σημείο της επιθυμίας, του τραύματος, της προσωπικής και συλλογικής μνήμης. Φωνές των πραγμάτων και των πλασμάτων, πραγματικές, φανταστικές ή ονειρικές, θρησκευτικές και κοσμικές, πνευματικές και κοσμολογικές, υποτελείς κι ανεξάρτητες, αποικιοποιημένες κι απελευθερωμένες, φωνές που, από τη δική της ακουστική γωνία η καθεμιά, ανανοηματοδοτούν και αναταράσσουν διαρκώς τις κυρίαρχες αισθητηριακές κι αισθητικές ανισότητες, τις προσωπικές και συλλογικές ανισορροπίες κι αντιφάσεις μας. Το καλλιτεχνικό κι εθνο-ακουστικό αυτό διάβημα εκκινεί από την ακρόαση του γενέθλιου τόπου, επιστρέφοντας πάντα σ’ αυτόν, ως μια μορφή πρόσφορης εμπειρικής γείωσης στα πλάσματα και τα πράγματα ενός μικρού τόπου μέσα στον οποίο αντηχούν αδιάκοπα οι φωνές του μεγάλου κόσμου. Για να μάθεις, να ξεμάθεις και να ξαναμάθεις να ακούς, πρέπει κάπου να σταθείς και ν’ ακροαστείς μέσα κι έξω. *Ηχητικός Ανθρωπολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Ανθρωπολογίας της Μουσικής και του Χορού στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Το κείμενο στηρίζεται σε συναντήσεις/ συζητήσεις του συγγραφέα με τον Πάνο Χαραλάμπους, που πραγματοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο στο εργαστήριο του καλλιτέχνη στο Κουκάκι, από τον Οκτώβριο του 2022 έως και τον Ιούλιο του 2023. independent, colonized and liberated; voices of different acoustic starting points which constantly reinterpret and disrupt the dominant sensory and aesthetic disparities, our personal and collective imbalances and contradictions. This artistic and ethno-acoustic act starts with listening to the birthplace and it always returns to it, as a form of suitable empirical grounding to the creatures and things of a small place in which the voices of the big world resound incessantly. In order to learn, unlearn and relearn to hear, you have to find a place to stand and listen inside and outside. *Sound Anthropologist, Associate Professor of Anthropology of Music and Dance, Department of Social Anthropology and History, University of the Aegean. The present text is based on meetings/ discussions between the author and Panos Charalambous, which took place mainly in the artist’s workshop in Koukaki, between October 2022 and July 2023.