192
Πάνος Πανόπουλος*
Panos Panopoulos*
Αναπληρωτής Καθηγητής
Πανεπιστημίου Αιγαίου
Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας
και Ιστορίας
Associate Professor
University of the Aegean
Department of Social Anthropology
and History
Της Αμβρακίας τα μπλουζ:
Ακαρνανικοί αντίλαλοι του Παγκόσμιου
Νότου
Amvrakia lake blues: Acarnanian echoes
of the Global South
«[…]Να γράψει όπως ένας σκύλος
φτιάχνει τη φωλιά του, ή ένας
ποντικός το λαγούμι του. Ως εκ
τούτου, πρέπει να βρει το δικό του
στίγμα υπανάπτυξης, τη δική του
ντοπιολαλιά, τον δικό του τρίτο
κόσμο, τη δική του έρημο. […]»(Ζιλ
Ντελέζ & Φελίξ Γκουατταρί, Κάφκα:
Για μια ελάσσονα λογοτεχνία,
Μετάφραση: Κωστής Παπαγιώργης, Σειρά:
Ελάσσονα Φιλοσοφικά, Αθήνα: Εκδόσεις
Καστανιώτη, 1998 [1975], σελ. 53).
“[…]Writing like a dog digging a
hole, a rat digging its burrow. And
to do that, finding his own point of
underdevelopment, his own patois,
his own third world, his own desert.
[…]”(Gilles Deleuze & Félix Guattari,
Kafka: Toward a Minor Literature,
Translation by Dana Polan, University
of Minnesota Press, Minneapolis: 1986
[1975], p. 18).
I. Οι δίσκοι
I. The records
Αφετηρία και τέλος, πάντα οι
δίσκοι: Οσάκις έχω ρωτήσει τον Πάνο
Χαραλάμπους, υπαινικτικά ή ρητά,
αφελώς ή σκοπίμως, μέσα στα χρόνια της
φιλίας μας, για το πόσους δίσκους έχει
στη συλλογή του και πού βρίσκονται,
η χαμογελαστή του απάντηση συνήθως
είναι «από ’δώ μέχρι το Αγρίνιο», ή
κάτι ανάλογο. Πέρα από την κατανοητή,
προληπτική, αποφυγή του αφοσιωμένου
συλλέκτη να καταχωρίσει τα περιεχόμενα
της συλλογής του, να μετρήσει τα
«κομμάτια» του, η υπαινικτική φράση
προσδιορίζει, αν κάτι προσδιορίζει,
μια μεσότητα, έναν ενδιάμεσο χώρο κι
έναν μεταβατικό χρόνο, έναν συμβολικό
τόπο ούτε ’δώ ούτε ’κεί, εν μέση
οδώ και εν προόδω. Οι συλλογές, ως
γνωστόν, δεν τελειώνουν ποτέ, δεν
μπορούν σχεδόν ποτέ να είναι πλήρεις΄
η σκέψη της ολοκλήρωσης, διαρκώς και
βασανιστικά παρούσα, αλλά συγχρόνως
και ουσιαστικά αδιανόητη, κινεί αλλά
και αντιστρατεύεται κάθε παθιασμένο
Always start and end with the
records: During all those years of
our friendship, whenever I have asked
Panos Charalambous, implicitly or
explicitly, naively or purposely,
about how many records he has in his
collection and their whereabouts, he
smiles and usually says “from here
to Agrinio”, or something similar.
This teasing phrase goes beyond a
reasonable and preemptive attempt on
behalf of the avid collector to avoid
catalogue his collection, to count
his “units”; if it describes one
thing, it is an in-betweenness, an
intermediate space and a transitional
time, a halfway symbolic place in
progress which is neither here
nor there. Collecting, after all,
is a never-ending process; it is
almost impossible for a collection
to be complete; the very thought
of completion, constantly and
painstakingly present, yet essentially
193
συλλεκτικό εγχείρημα.
Η διαρκής και κυριολεκτική
απεδαφοποίηση αυτής της συλλογής δεν
είναι το μόνο της παράδοξο.
Τα κομμάτια της, ψηφίδες μιας
ασύλληπτης πολυμορφίας και αχανούς
ποικιλίας, ιστορικής ενδεχομενικότητας
και γεωγραφικής διασποράς, παραμένουν
εν πολλοίς αταξινόμητα και
ακαταλογογράφητα΄ διαρκώς παρόντα,
ωστόσο, όλα μαζί συγχρόνως και σε
κάθε ευκαιρία, αφορμή, διάθεση της
στιγμής ή επιθυμία, στο εκάστοτε
συμβάν και την ευνοϊκή συγκυρία που
θα τα ξαναφέρουν στον νου και την αφή
του συλλογέα τους, για να τοποθετηθούν
άλλη μια φορά οι δίσκοι στο πλατώ
και ν’ αφεθούν ή να υποχρεωθούν
να παίξουν, είτε με τις κανονικές
βελόνες των πικάπ, είτε με αυτοσχέδιες
ακίδες. Όσο πολύτιμοι ή σπάνιοι, οι
δίσκοι αυτοί είναι πάντοτε προσιτοί,
διαθέσιμοι, δεν αποτελούν απροσπέλαστα
αντικείμενα, ιερά κι ανέγγιχτα, η
αξία τους είναι η αξία χρήσης τους΄
τ’αυλάκια τους είναι τα υλικά ίχνη
φωνών κι απόηχων που προσδοκούν να
ηχήσουν πάλι, συλλέγουν φωνές του
κόσμου που εμμένουν στο άκουσμά τους,
στην πρόσκαιρη ανάστασή τους.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η χρήση
τους καθίσταται ανίερη, κάποιες φορές
έως και βέβηλη, καθώς αφήνονται στο
έλεος των στοιχείων της φύσης, τη
βροχή και το χαλάζι, επιπλέουν ή
βυθίζονται, θάβονται και ξεθάβονται,
για να διασωθούν στη συνέχεια
στραπατσαρισμένοι ή να καταστραφούν,
να χαθούν για πάντα, τουλάχιστον για
μας που παραμένουμε εδώ για λίγο
ακόμα.
inconceivable, prompts but also works
against every passionate collecting
endeavour.
The constant and literal
deterritorialization of this
collection is just one of its
paradoxes. Its pieces, tiny elements
of an unfathomable diversity and
colossal variety, historical
contingency and geographical
dispersion, remain largely unclassified
and uncatalogued; however, they are
constantly present, all together at
the same time and in every occasion,
reason, mood of the moment or desire,
in every event and favourable moment
which will bring them back to the mind
and hand of their collector, and thus,
once again, the records will be placed
on the turntable to play, forcibly
or not, with the use of a standard
stylus or a makeshift point. However
precious or rare, these records are
always reachable, available, they are
not inaccessible objects, sacred and
untouchable, their value is their
use; their grooves are the tangible
traces of voices and echoes which long
to be heard once again, they collect
voices of the world that persist
in being heard, in their momentary
resurrection.
In some cases, their use becomes
unholy, or even profane, as they are
left at the mercy of the elements,
rain and hail, they float or sink,
they are buried and unearthed, only
to be rescued battered or destroyed,
to perish forever, at least for us who
remain here for a while yet.
194
II. Φωνογραφίες
II. Voice-o-graphs
Δίπλα στους δίσκους με όλες τις
φωνές του κόσμου, μυριάδες ηχητικές
καταγραφές σε κάθε είδους τεχνολογίες
του παρελθόντος και του παρόντος
στοιχειώνουν την εκλεκτική ακουστική
καθημερινότητα του συλλέκτη–
φωνογράφου–τοπιογράφου. Χειροποίητοι
δίσκοι, κασέτες και αυτοσχέδια CD
που κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι,
πολύτιμες τοπικές παραγωγές του ίδιου
και άλλων αφοσιωμένων παραγωγών–
ερασιτεχνών ηχογράφων, διατηρούν
και ανασυστήνουν ηχοαισθήματα από
γλέντια της αυγής στα ξακουστά
πανηγύρια του Ξηρόμερου. Οι φωνές
των τραγουδιστών και το παίξιμο
των ντόπιων μουσικών, του Μάκη
Βασιλειάδη, του Γάννη Βασιλόπουλου,
του Νίκου Μακρυγιώργου, σε στιγμές
έκστασης, σωματικής υλικότητας και
απογειωτικής υπερβατικότητας, μιας
παράδοξα γειωμένης αποσύνδεσης από
τα εγκόσμια, φωνές και ήχοι που
βρίσκονται στους αντίποδες της εθνικής
καθαρότητας και λευκότητας, ηλεκτρικοί
και ηλεκτρισμένοι, μαύροι, μιαροί
και νότιοι, συντονίζονται χορωδιακά
με τους παραλίμνιους κοασμούς και
τις μυθικές οιμωγές του θηρίου της
λίμνης, με τις λυγμικές δονήσεις από
το βατραχόμορφο στέρνο – αντηχείο
του Τάκη Καρναβά ή τον κύκνειο λαιμό
της Μαρίας Κάλλας, συνιστώντας
ακουστικές καφκικές μεταμορφώσεις που
διαθλούν τα όρια μεταξύ ειδών, τόπων,
εποχών, υψηλών και χαμηλών αισθητικών
πτήσεων, γήινων, αέρινων ή υδάτινων
περιδινήσεων. Φωνητικές εγγραφές
σε όλων των ειδών τα «πρόχειρα»,
τα «εύκαιρα», τα διαθέσιμα, τα πιο
κατάλληλα εν τέλει μέσα.
Next to the records with all the
voices of the world, innumerable
sound recordings in all kinds of
past and present formats haunt the
eclectic acoustic routine of the
collector–voice-o-grapher–landscape
painter. Hand-made records, cassettes
and makeshift CDs passing from hand
to hand, precious local productions
by him and other keen producersamateur recording artists, preserve
and reconstruct the loudness of the
revelries of dawn at the celebrated
festivals of Xiromero. The voices
of the singers and the performance
of the local musicians, Makis
Vassiliadis, Gannis Vassilopoulos,
Nikos Makrygiorgos, in moments of
ecstasy, physicality and uplifting
transcendence, of an oddly grounded
disconnection from the mundane;
voices and sounds at the very opposite
of national purity and whiteness,
electric and electrified, black,
foul and southern; a choir in tune
with the lakeside croaks and the
fabled wailings of the beast of the
lake, with the sob-like vibrations
from Takis Karnavas’ frog-shaped
chest - resonator or Maria Callas’
swan-like neck; acoustic Kafkaesque
transformations that blur the
boundaries between genres, places,
seasons, high and low aesthetic
levitations, and earth, air or water
spirals. Voice recordings on all kinds
of “rough”, “handy”, available, and
—ultimately— most suitable media.
III. Τσακάλια, κουρούνες, βατράχια και
κυπρίνοι
In one of his most emblematic
performances, Joseph Beuys spent the
few days he was in the USA in a unique
and surprising fashion, living in an
art gallery with a coyote
(“I Love America and America Loves
Me”). Armed with patience and
perseverance, Charalambous seeks to
Σε μια από τις πιο εμβληματικές
καλλιτεχνικές του δράσεις, ο Γιόζεφ
Μπόυς πέρασε τις λίγες μέρες που
βρέθηκε στις ΗΠΑ με μια ξεχωριστή κι
απρόσμενη συντροφιά, συγκατοικώντας,
III. Jackals, hooded crows, frogs and
carps
195
σε μια αίθουσα τέχνης, μ’ ένα κογιότ
(“I Love America and America Loves
Me”). Ο Χαραλάμπους επιδιώκει, με
υπομονή και προσήλωση, να χτίσει
σχέσεις εμπιστοσύνης και οικειότητας
με τα αγριοπούλια της πατρίδας του,
τα μακρινά και απρόσιτα, τα επιβλαβή
και αποσυνάγωγα, που οι κάτοικοι της
περιοχής δεν αφήνουν σε χλωρό κλαρί.
Πώς κερδίζεις την εμπιστοσύνη του
άλλου είδους, του άλλου πλάσματος, που
δεν είναι το εξημερωμένο κατοικίδιο,
αλλά ένα αγρίμι; Μπορεί κανείς να
επιδιώξει να γίνει ο ίδιος αγρίμι, να
βιώσει την διαδικασία του γίγνεσθαιαγρίμι, υπερβαίνοντας τα όρια του
είδους του, παίρνοντας το αναγκαίο
ρίσκο, παίζοντας επικίνδυνα με
ζωντανές αιχμές, ράμφη, ακίδες, που
τσιμπούν, χτυπούν, τρυπούν, αλλά και
ακολουθούν, στ’ αυλάκια των δίσκων,
τα ανθρώπινα φωνητικά ίχνη;
Οι ιδιαίτερες χωρικότητες και
χρονικότητες των λιμναίων ηχοτοπίων
ορίζουν πολύμορφες αισθητηριακότητες
και ζωικές συμβιώσεις. Οι ανησυχητικές
κραυγές μέσα στη νύχτα, οι ηχητικές
αλληλεπικαλύψεις και ρυθμικότητες
των φωνών της φύσης συμπληρώνουν τα
ηχοτοπία των ανθρώπινων εκφράσεων και
δραστηριοτήτων, τον ακουστικό μανδύα
που μας καλύπτει, μας φοβίζει και μαζί
μας προστατεύει. Το ακουστικό ζωολόγιο
του καλλιτέχνη–τοπιογράφου της
λίμνης Αμβρακίας δεν εξαιρεί κανένα
σύρσιμο, φτερούγισμα, σπαρτάρισμα,
καμιά κραταιή κραυγή ή ταπεινή
φωνίτσα, κοασμό, παφλασμό, πλατάγισμα
ή γλουγλούκισμα, η εικονογραφία
του είναι ταυτόχρονα μια ηχητική
τοπιογραφία των απειροελάχιστων
ακουστικών αποχρώσεων, που ανιχνεύουν
ένα γίγνεσθαι υλικής κι αισθητηριακής
συνύπαρξης με το οικείο ανοίκειο, τους
άλλους και τα άλλα.
IV. Φωνοτοπία
Η λίμνη έχει το δικό της λαιμό,
το σώμα της, τα δικά της σπλάγχνα.
Ο ανθρωπόμορφος αυχένας της, το πιο
establish relationships of trust
and familiarity with the wild
birds of his homeland; the distant
and the inaccessible, the harmful
and the outcasts, those that the
locals never leave in peace. How do
you gain the trust of a different
species, a different creature which
is not a domesticated pet, but lives
in the wild? Could one seek to
become an animal, to experience the
process of becoming-beast, crossing
the boundaries of one’s species,
taking the necessary risk, playing
dangerously with live edges, beaks,
spikes, which sting, hit, pierce, but
also follow, on the grooves of the
records, the human voice tracks?
The particular spatialities and
temporalities of lake soundscapes
define multiform sensorialities and
animal symbioses. The unsettling
night-time cries, the sonic overlaps
and rhythmicalities of nature’s
voices add to the soundscapes of
human expressions and activities, the
acoustic veil that covers us, and
frightens us while protecting us.
The acoustic bestiary of the artistlandscape painter of Lake Amvrakia
does not exclude any crawling,
fluttering, floundering, any mighty cry
or humble call, croak, splash, flap
or glug; his imagery is at the same
time a soundscape of the infinitesimal
acoustic nuances which explore a
becoming of material and sensorial
coexistence with what is familiarly
uncanny, with the others and all the
other.
IV. Voicescapes
The lake has its own neck, its own
body, and its own entrails.
Its human-like neck, its narrowest,
most accessible, but also dangerous
passage, is also the site of its
deadliest wreck, the most significant
accident, the emblematic narrative of
the local myth-history, which haunts
196
στενό, προσιτό, αλλά κι επικίνδυνο
πέρασμά της, είναι και το σημείο
του πιο πολύνεκρου ναυαγίου της,
του σημαδιακού ατυχήματος, της
εμβληματικής αφήγησης της τοπικής μυθιστορίας, που στοιχειώνει τη φαντασία
και πνίγει τη φωνή στο λαρύγγι των
ανθρώπων. Ό,τι απέμεινε στο έκθαμβο
βλέμμα του παιδιού που πρωταντίκρυζε
τον κόσμο είναι ένα αδιαπέραστο
πλέγμα, ένα αξεδιάλυτο κουβάρι από
κλαδιά, φύλλα, ψάρια, νεκρά ανθρώπινα
σώματα, μαζί με τους γόους, τις
οιμωγές των ζωντανών για τους νεκρούς,
για την ανείπωτη τραγωδία
της κοινότητας.
Το θηρίο της λίμνης, που δεν είναι
στην πραγματικότητα παρά ένα
μικροσκοπικό, φοβισμένο πουλάκι, ο
ήταυρος, δημιουργεί μια αναπάντεχα
πλούσια, φανταστική, ακουσματική
τερατογονία, ένα πάνθεο μορφών κι
ένα σύνολο συμβάντων προορισμένων να
διασώσουν και να παράγουν βουερές
μνήμες, που αναστατώνουν τα όνειρα
μιας παιδικής ηλικίας οικογενειακών
επεισοδίων πολιτικής βίας και
ιστορικών αναταραχών.
Από κοντά, ενσώματες μνήμες
καθημερινών, τετριμμένων ήχων, της
ρυθμικής κίνησης του νερού μέσα στα
ξύλινα ή μεταλλικά δοχεία μεταφοράς με
τα υποζύγια, καθώς και οι προσπάθειες
αναδιευθέτησης, τα παιχνίδια
ανασύνθεσης ηχητικών εικόνων, με τη
μετακίνηση των λίθων στα ρυάκια, για
τη δημιουργία μικρών φραγμάτων που
αλλάζουν την υδάτινη, αλλά και τη
μνημονική, κατεύθυνση των ρευμάτων,
των επάλληλων συνειδητών και ασύνειδων
ροών. Ταπεινά εργαλεία της καθημερινής
ζωής και συστήματα σωλήνων για το
πότισμα μεταμορφώνονται σε τοπικές
ηχητικές καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις,
τέχνη του τοπίου, με πολύπλοκα
διαγράμματα, στάσεις, διατομές και
διασταυρώσεις. Φωνές του τόπου, ανάσες
του αγροτικού τοπίου.
Και μαζί με όλ’ αυτά, η ψαρόβαρκα
the imagination and suppresses the
voice in our throat. What remains in
the astonished gaze of the child who
first saw the world is an impenetrable
web, an indissoluble tangle of twigs,
leaves, fish, dead human bodies,
together with the weeps, the wailings
of the living for the dead, for the
unspeakable tragedy of the community.
The beast of the lake, which is
actually nothing more than a tiny,
frightened bird, the bittern, creates
a surprisingly rich, imaginative,
acousmatic teratogenesis, a pantheon
of figures and a set of events destined
to salvage and produce boisterous
memories which disrupt the memories of
a childhood marked by family incidents
of political violence and historical
unrest.
In close proximity, embodied memories
of everyday, trivial sounds, of the
rhythmic movement of water in the
wooden or metal containers carried
by the pack animals, as well as the
attempts to rearrange water flows, in
the games of reconstructing sound
images, by moving the stones in
the streams to create small dams
which change the water, but also the
mnemonic, direction of the currents,
of the superimposed conscious and
unconscious flows. Modest tools
of everyday life and irrigation
pipe systems are transformed into
local sound art installations,
landscape art, with complex diagrams,
discontinuations, cross sections and
intersections. Voices of the place,
breaths of the rural landscape.
And, alongside all this, the fishing
boat - resonator, with strings
adjusted to its hull which are played
using cupping cups, one more token of
the artist’s rich water landscapism
which brings the echoes of the black
Mississippi to the shallows of the
Acarnanian lakeside topography.
Here, William Faulkner’s Yoknapatawpha
197
αντηχείο, με τις προσαρμοσμένες στο
σώμα της χορδές που παίζονται με τα
βεντουζοπότηρα, μια ακόμα ψηφίδα της
πλούσιας υδάτινης τοπιογραφίας του
καλλιτέχνη, φέρνει τις αντηχήσεις
του μαύρου Μισισιπή στα τενάγη της
ακαρνανικής λιμναίας τοπογραφίας.
Εδώ, η Γιοκναπατάουφα του Γουίλλιαμ
Φώκνερ συναντά την ετερόδοξη αιτωλική
λαογραφία/ εθνογραφία του Δημήτρη
Λουκόπουλου: Πώς υφαίνουν και
ντύνονται οι Αιτωλοί, πώς ψαρεύουν και
ακούνε οι Ακαρνάνες;
V. Αντηχήσεις
Ποια ίχνη ακολουθεί κάποιος που
μ’ ένα φτηνό κασετόφωνο στο χέρι
διασχίζει βάλτους και καπνοχώραφα για
να ηχογραφήσει, μέσα από κοασμούς και
τριξίματα, τον σκοτεινό αντίλαλο ενός
πανηγυριού στο πρωινό αποκορύφωμά του;
Που παθιάζεται με τα ιερά τσακάλια
που δονούν τις νύχτες στο Άγιο Όρος,
με τον εκστασιασμένο χορευτή της
αυγής που σκορπά αλόγιστα ό,τι με
κόπο έσωσε να μαζέψει; Που γεμίζει
μουσικούς κι εκθεσιακούς χώρους
με τις παλαιικές αφίσες του λαϊκού
ειδώλου της ιδιαίτερης πατρίδας του;
Που στην κιθάρα του Κώστα Σούκα
ακούει τον Χέντριξ και στην φαρφίσα
του ξηρομερήτικου πανηγυριού τους
απόηχους της αιθιοπικής τζαζ; Που
φτιάχνει δίσκους με τους ρυθμικούς
ήχους από τις βεντούζες που παίρνουν
στην πλάτη του; Που επιλέγει να
χορέψει εκστατικά πάνω στις ίδιες
αυτές βεντούζες ή να τις μεταμορφώσει
σε υδάτινο τοπίο αφρισμένης θάλασσας,
πάνω στο οποίο θα περπατήσει; Που
χρησιμοποιεί κάθε είδους αιχμή και
ακίδα για ν’ αναστήσει τις αδύναμες
κι αποσιωπημένες φωνές του κόσμου,
ενώ ακούει τον αντίλαλό τους σε κάθε
ηχητική ανάσα της κοιτίδας του;
Η Αμβρακία του Πάνου Χαραλάμπους
ανοίγεται σε μια μύχια, αλλά την ίδια
στιγμή έντονα εξωστρεφή, ακουστική
ενδοχώρα, όπου ό,τι πιο προσωπικό
κι ενδόμυχο προϋποθέτει και διαρκώς
meets the heterodox Aetolian folklore/
ethnography of Dimitris Loukopoulos:
How do the Aetolians weave and dress,
how do the Acarnanians fish and listen?
V. Echoes
What tracks does one follow who,
with a cheap tape recorder in hand,
crosses swamps and tobacco fields
to record, surrounded by croaks
and screeches, the dark echoing of
a festival at its morning climax?
Who is passionate about the sacred
jackals that resound at night on Mount
Athos or the ecstatic dancer at dawn
who frantically squanders his hardearned dough? Who fills music halls
and exhibition venues with the old
posters of the popular idol of his
homeland? Who hears echoes of Hendrix
in Kostas Soukas’ guitar playing and
of Ethiopian jazz in the farfisa of
the festival of Xiromero? Who makes
records of the rhythmic sounds of the
cupping cups applied on his back? Who
chooses to dance ecstatically on those
very cupping cups or transform them
into a waterscape of a foaming sea
and walk on it? Who uses all kinds of
points and spikes to amp up the weak
and silenced voices of the people,
while identifying their echo in every
sonic breath of his birthplace?
Panos Charalambous’ Amvrakia spreads
into an inmost, yet intensely
extrovert, acoustic heartland,
where the most personal and private
presuppose and constantly search for
the multiform, loud or faint, hesitant
or persistent, sonic alterities
which resonate in the voices of the
Global South and flow on the grooves
of the records blending with the
voices of the homeland as a starting
and ending point of desire, trauma,
personal and collective memory.
Voices of things and creatures,
real, imaginary or otherworldly,
religious and secular, spiritual
and cosmological, oppressed and
198
αναζητά τις πολύμορφες, ισχυρές ή
ασθενείς, διστακτικές ή επίμονες,
ηχητικές ετερότητες, που αντηχούν στις
φωνές του Παγκόσμιου Νότου, αυτές που
κυλούν στ’ αυλάκια των δίσκων και
σμίγουν με τις φωνές της γενέθλιας
γης ως αφετηριακό και καταληκτήριο
σημείο της επιθυμίας, του τραύματος,
της προσωπικής και συλλογικής μνήμης.
Φωνές των πραγμάτων και των πλασμάτων,
πραγματικές, φανταστικές ή ονειρικές,
θρησκευτικές και κοσμικές, πνευματικές
και κοσμολογικές, υποτελείς κι
ανεξάρτητες, αποικιοποιημένες κι
απελευθερωμένες, φωνές που, από τη
δική της ακουστική γωνία η καθεμιά,
ανανοηματοδοτούν και αναταράσσουν
διαρκώς τις κυρίαρχες αισθητηριακές κι
αισθητικές ανισότητες, τις προσωπικές
και συλλογικές ανισορροπίες κι
αντιφάσεις μας.
Το καλλιτεχνικό κι εθνο-ακουστικό
αυτό διάβημα εκκινεί από την ακρόαση
του γενέθλιου τόπου, επιστρέφοντας
πάντα σ’ αυτόν, ως μια μορφή πρόσφορης
εμπειρικής γείωσης στα πλάσματα και
τα πράγματα ενός μικρού τόπου μέσα
στον οποίο αντηχούν αδιάκοπα οι φωνές
του μεγάλου κόσμου. Για να μάθεις,
να ξεμάθεις και να ξαναμάθεις να
ακούς, πρέπει κάπου να σταθείς και ν’
ακροαστείς μέσα κι έξω.
*Ηχητικός Ανθρωπολόγος, Αναπληρωτής
Καθηγητής Ανθρωπολογίας της Μουσικής
και του Χορού στο Τμήμα Κοινωνικής
Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του
Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Το κείμενο στηρίζεται σε συναντήσεις/
συζητήσεις του συγγραφέα με τον Πάνο
Χαραλάμπους, που πραγματοποιήθηκαν κατά
κύριο λόγο στο εργαστήριο του καλλιτέχνη
στο Κουκάκι, από τον Οκτώβριο του 2022 έως
και τον Ιούλιο του 2023.
independent, colonized and liberated;
voices of different acoustic starting
points which constantly reinterpret
and disrupt the dominant sensory and
aesthetic disparities, our personal
and collective imbalances and
contradictions.
This artistic and ethno-acoustic
act starts with listening to the
birthplace and it always returns to
it, as a form of suitable empirical
grounding to the creatures and things
of a small place in which the voices
of the big world resound incessantly.
In order to learn, unlearn and relearn
to hear, you have to find a place to
stand and listen inside and outside.
*Sound Anthropologist, Associate
Professor of Anthropology of Music and
Dance, Department of Social Anthropology
and History, University of the Aegean.
The present text is based on meetings/
discussions between the author and Panos
Charalambous, which took place mainly in
the artist’s workshop in Koukaki, between
October 2022 and July 2023.