Jump to content

αντιεπιστημονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιεπιστημονικός (antiepistimonikósm (feminine αντιεπιστημονική, neuter αντιεπιστημονικό)

  1. unscientific
    Synonym: αντεπιστημονικός (antepistimonikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιεπιστημονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιεπιστημονικός (antiepistimonikós) αντιεπιστημονική (antiepistimonikí) αντιεπιστημονικό (antiepistimonikó) αντιεπιστημονικοί (antiepistimonikoí) αντιεπιστημονικές (antiepistimonikés) αντιεπιστημονικά (antiepistimoniká)
genitive αντιεπιστημονικού (antiepistimonikoú) αντιεπιστημονικής (antiepistimonikís) αντιεπιστημονικού (antiepistimonikoú) αντιεπιστημονικών (antiepistimonikón) αντιεπιστημονικών (antiepistimonikón) αντιεπιστημονικών (antiepistimonikón)
accusative αντιεπιστημονικό (antiepistimonikó) αντιεπιστημονική (antiepistimonikí) αντιεπιστημονικό (antiepistimonikó) αντιεπιστημονικούς (antiepistimonikoús) αντιεπιστημονικές (antiepistimonikés) αντιεπιστημονικά (antiepistimoniká)
vocative αντιεπιστημονικέ (antiepistimoniké) αντιεπιστημονική (antiepistimonikí) αντιεπιστημονικό (antiepistimonikó) αντιεπιστημονικοί (antiepistimonikoí) αντιεπιστημονικές (antiepistimonikés) αντιεπιστημονικά (antiepistimoniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιεπιστημονικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιεπιστημονικός, etc.)

[edit]