πουλάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πουλάω < πουλ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πουλῶ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πωλῶ με [o] > [u][1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pel-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /puˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐λά‐ω
Ρήμα
[επεξεργασία]πουλάω/πουλώ, αόρ.: πούλησα, παθ.φωνή: πουλιέμαι, π.αόρ.: πουλήθηκα, μτχ.π.π.: πουλημένος
- μεταφέρω ορισμένο αγαθό ή δικαίωμα ενάντι χρηματικής αποζημίωσης
- διαθέτω προς πώληση
- (μεταφορικά) προδίδω, καθιστώ αντικείμενο συναλλαγής
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- πωλώ (λόγιο)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πουλάω αγάπη, πουλάω έρωτα
- πουλάω αέρα
- πουλάω και αγοράζω (κάποιον)
Σύνθετα
[επεξεργασία]δείτε και τα συγγενικά τους
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αξεπούλητος
- αμεταπούλητος
- απούλητος
- ξεπούλημα
- πούλημα
- πουλημένος
- πούληση (προφορικό)
- πουλητής (προφορικό)
→ και δείτε τη λέξη πωλώ για το θέμα πωλ-
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πουλάω - πουλώ | πουλούσα - πούλαγα | θα πουλάω - πουλώ | να πουλάω - πουλώ | πουλώντας | |
β' ενικ. | πουλάς | πουλούσες - πούλαγες | θα πουλάς | να πουλάς | πούλα - πούλαγε | |
γ' ενικ. | πουλάει - πουλά | πουλούσε - πούλαγε | θα πουλάει - πουλά | να πουλάει - πουλά | ||
α' πληθ. | πουλάμε - πουλούμε | πουλούσαμε - πουλάγαμε | θα πουλάμε - πουλούμε | να πουλάμε - πουλούμε | ||
β' πληθ. | πουλάτε | πουλούσατε - πουλάγατε | θα πουλάτε | να πουλάτε | πουλάτε | |
γ' πληθ. | πουλάν(ε) - πουλούν(ε) | πουλούσαν(ε) - πούλαγαν - πουλάγανε | θα πουλάν(ε) - πουλούν(ε) | να πουλάν(ε) - πουλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πούλησα | θα πουλήσω | να πουλήσω | πουλήσει | ||
β' ενικ. | πούλησες | θα πουλήσεις | να πουλήσεις | πούλα - πούλησε | ||
γ' ενικ. | πούλησε | θα πουλήσει | να πουλήσει | |||
α' πληθ. | πουλήσαμε | θα πουλήσουμε | να πουλήσουμε | |||
β' πληθ. | πουλήσατε | θα πουλήσετε | να πουλήσετε | πουλήστε | ||
γ' πληθ. | πούλησαν πουλήσαν(ε) |
θα πουλήσουν(ε) | να πουλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πουλήσει | είχα πουλήσει | θα έχω πουλήσει | να έχω πουλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πουλήσει | είχες πουλήσει | θα έχεις πουλήσει | να έχεις πουλήσει | έχε πουλημένο | |
γ' ενικ. | έχει πουλήσει | είχε πουλήσει | θα έχει πουλήσει | να έχει πουλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πουλήσει | είχαμε πουλήσει | θα έχουμε πουλήσει | να έχουμε πουλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πουλήσει | είχατε πουλήσει | θα έχετε πουλήσει | να έχετε πουλήσει | έχετε πουλημένο | |
γ' πληθ. | έχουν πουλήσει | είχαν πουλήσει | θα έχουν πουλήσει | να έχουν πουλήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πουλημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πουλημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πουλημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πουλημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πουλιέμαι | πουλιόμουν(α) | θα πουλιέμαι | να πουλιέμαι | ||
β' ενικ. | πουλιέσαι | πουλιόσουν(α) | θα πουλιέσαι | να πουλιέσαι | ||
γ' ενικ. | πουλιέται | πουλιόταν(ε) | θα πουλιέται | να πουλιέται | ||
α' πληθ. | πουλιόμαστε | πουλιόμαστε πουλιόμασταν |
θα πουλιόμαστε | να πουλιόμαστε | ||
β' πληθ. | πουλιέστε | πουλιόσαστε πουλιόσασταν |
θα πουλιέστε | να πουλιέστε | πουλιέστε | |
γ' πληθ. | πουλιούνται | πουλιόνταν(ε) πουλιούνταν πουλιόντουσαν |
θα πουλιούνται | να πουλιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πουλήθηκα | θα πουληθώ | να πουληθώ | πουληθεί | ||
β' ενικ. | πουλήθηκες | θα πουληθείς | να πουληθείς | πουλήσου | ||
γ' ενικ. | πουλήθηκε | θα πουληθεί | να πουληθεί | |||
α' πληθ. | πουληθήκαμε | θα πουληθούμε | να πουληθούμε | |||
β' πληθ. | πουληθήκατε | θα πουληθείτε | να πουληθείτε | πουληθείτε | ||
γ' πληθ. | πουλήθηκαν πουληθήκαν(ε) |
θα πουληθούν(ε) | να πουληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πουληθεί | είχα πουληθεί | θα έχω πουληθεί | να έχω πουληθεί | πουλημένος | |
β' ενικ. | έχεις πουληθεί | είχες πουληθεί | θα έχεις πουληθεί | να έχεις πουληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πουληθεί | είχε πουληθεί | θα έχει πουληθεί | να έχει πουληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πουληθεί | είχαμε πουληθεί | θα έχουμε πουληθεί | να έχουμε πουληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πουληθεί | είχατε πουληθεί | θα έχετε πουληθεί | να έχετε πουληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πουληθεί | είχαν πουληθεί | θα έχουν πουληθεί | να έχουν πουληθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πουλημένος - είμαστε, είστε, είναι πουλημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πουλημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πουλημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πουλημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πουλημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πουλημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πουλημένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πουλάω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πουλάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «αγαπώ»
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «αγαπιέμαι»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)