withdrawal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

withdrawal (en)

  1. η απόσυρση
  2. η αποχώρηση
  3. η ανάληψη χρημάτων από τραπεζικό λογαριασμό
  4. το τράβηγμα (μέθοδος της διακοπτόμενης συνουσίας