warehouse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
warehouse | warehouses |
warehouse (en)
- αποθήκη για εμπορεύματα, πριν αυτά διανεμηθούν στα καταστήματα λιανικής πώλησης
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | warehouse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | warehouses |
αόριστος | warehoused |
παθητική μετοχή | warehoused |
ενεργητική μετοχή | warehousing |
warehouse (en)
- αποθηκεύω εμπορεύματα