uno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βενετικά (vec)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- uno > λατινική unus
Αριθμητικό
[επεξεργασία]uno (vec)
Ίντο (io)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]uno (io)
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
uno | unos |
uno (es) (ούνο) αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | uno | unos |
θηλυκό | una | unas |
uno (es) (ούνο)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]uno (it)