tin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tin (en)
- κασσίτερος
- κονσέρβα (Η.Β.)
Παπιαμέντο (pap)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]tin
tin (en)
tin