that

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðæt/

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

that (en) (πληθυντικός: those)

  1. (δεικτική αντωνυμία) αυτός/αυτή/αυτό, εκείνος/εκείνη/εκείνο, χρησιμοποιείται για την αναφορά σε ένα άτομο ή πράγμα που είναι μακριά από τον ομιλητή ή όχι τόσο κοντά στον ομιλητή όσο ένα άλλο (this είναι πιο κοντά)
    Give me that.
    Δώσε μου αυτό/εκείνο.
    Who is that?
    Ποιος είναι;
    That is a nice dress.
    Αυτό είναι ωραίο φόρεμα
    He wants both this and that.
    Θέλει κι αυτό κι εκείνο.
    He wants both these and those.
    Θέλει κι αυτά κι εκείνα.
    This book is better than that.
    Αυτό το βιβλίο είναι καλύτερο από εκείνο.
  2. αυτός (αυτή κτλ.), τέτοιος, εκεί, έτσι, τότε, το ότι, χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε αυτό που μόλις ειπώθηκε
    That is a good idea.
    Αυτή είναι καλή ιδέα.
    That is why I love you.
    Γι' αυτό σ' αγαπώ.
    I was busy and that is why I did not go on an excursion.
    Ήμουν απασχολημένος και γι΄ αυτό δεν πήγα εκδρομή.
    What did you think about that?
    Τι σκέφτηκες γι' αυτό;
    Is that why you are mad?
    Γι' αυτό είσαι θυμωμένος;
    What do you mean by that?
    Τι θέλεις να πεις μ' αυτό;
    That’s what he gave me.
    Αυτό (τι να) μου έδωσε.
    I think you’re wrong. He’s not like that.
    Νομίζω πως κάνεις λάθος. Δεν είναι τέτοιος.
    Is that where I told you to put it?
    Εκεί σου είπα να το βάλεις;
    That’s how you must do it.
    Έτσι (να πώς) πρέπει να το κάμεις.
    Don’t you talk to me like that.
    Μη μου μιλάς εμένα έτσι.
    That’s when I gave it to him.
    Τότε του το έδωσα.
    That he admitted it is to his credit.
    Το ότι το παραδέχτηκε είναι προς τιμήν του.
    That doesn’t make sense.
    Δεν έχει νόημα.
     συνώνυμα: this
  3. (επίσημο) εκείνος, όσοι, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε άτομα ή πράγματα συγκεκριμένου τύπου
    There are also those against the plan.
    Είναι κι εκείνοι που αντιτίθενται στο σχέδιο.
    All those present agreed.
    Όλοι οι παρόντες συμφώνησαν.
    (All) those who heard him agreed.
    (Όλοι) όσοι τον άκουσαν συμφώνησαν.
    Those who collaborate with the enemy are traitors to the country.
    Όσοι συνεργάζονται με τον εχθρό είναι προδότες της πατρίδας.
  4. (αναφορική αντωνυμία, πληθυντικός: that) που, όσος, ο οποίος
    the man that came - ο άνθρωπος που ήρθε
    the men that came - οι άνθρωποι που ήρθαν
    the dog that was here - το σκυλί που ήταν εδώ
    the boy (that) we saw - το αγόρι που είδαμε
    All that happened was predetermined.
    Όλα όσα έγιναν ήταν προκαθορισμένα.
    Everything that he told us was very enlightening.
    Ήταν πολύ διαφωτιστικά όσα μας είπε.
    The photographs in the box, that you gave me yesterday, are gone.
    Χάθηκε το κουτί με τις φωτογραφίες, τις οποίες μου έδωσες χθες.
    → δείτε τους όρους which, who και whom
  5. (προφορικό) που, αντί του where και when
    It was the day that when I met you.
    Ήταν την ήμερα που σε συνάντησα.
    The place that where I met you…
    Το μέρος που σε συνάντησα…

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • that αναφέρεται σε ανθρώπους ή πράγματα. who αναφέρεται κυρίως σε ανθρώπους και which αναφέρεται κυρίως σε πράγματα.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

that (en) (χωρίς παραθετικά)

  • τόσο, σε τέτοιο βαθμό
    I can’t walk that far.
    Δεν μπορώ να περπατήσω τόσο μακριά.
    I am not (all) that silly.
    Δεν είμαι τόσο ανόητος.
    Is it that late?
    Τόσο αργά είναι;
    Does he speak English that well?
    Τόσο καλά μιλάει αγγλικά;
     συνώνυμα: so

that (en) (πληθυντικός: those)

  1. αυτός/αυτή/αυτό, εκείνος/εκείνη/εκείνο, χρησιμοποιείται για την αναφορά σε ένα άτομο ή ένα πράγμα που δεν είναι κοντά στο ομιλητή ή τόσο κοντά στον ομιλητή όσο ένα άλλο (this είναι πιο κοντά)
    Take that book.
    Πάρε αυτό το βιβλίο
    This one here or that one there?
    Αυτό εδώ ή αυτό εκεί;
    Look at that man there/those men.
    Κοίταξε αυτόν εκεί τον άνθρωπο/εκείνους τους ανθρώπους.
  2. αυτός, (αυτή κτλ.), εκείνος, (εκείνη, κτλ.), χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που έχει ήδη αναφερθεί ή είναι ήδη γνωστό
    I don’t like that friend of yours.
    Δεν μου αρέσει αυτός ο φίλος σου.
    This book is better than that one.
    Αυτό το βιβλίο είναι καλύτερο από εκείνο.

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

that (en)

  • ότι, πως, που, ώστε, για να, εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις
    I know (that) you are a liar.
    Ξέρω ότι είσαι ψεύτης.
    The fact that you are a liar is clear now.
    (Το) ότι είσαι ψεύτης είναι ολοφάνερο τώρα.
    He said (that) he would go.
    Είπε πως θα πήγαινε.
    I am sorry (that) I can’t come.
    Λυπάμαι που δεν μπορώ να έρθω.
    I was glad (that) I saw you.
    Χάρηκα που σε είδα.
    He came exactly at the moment (that) we needed him.
    Ήρθε ακριβώς τη στιγμή που τον είχαμε ανάγκη.
    Now that you are leaving, do not forget us.
    Tώρα που θα φύγεις, μη μας ξεχάσεις.
    He is so rich that
    Είναι τόσο πλούσιος που
    It was such day that
    Ήταν μια τέτοια μέρα που
    He’s so rich that he doesn’t have to work.
    Είναι τόσο πλούσιος ώστε δεν είναι υποχρεωμένος να δουλεύει.
    He will probably be so drunk that he’ll be stumbling.
    Μάλλον σουρωμένος θα ΄ναι για να παραπατά.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]