tackling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tackling | tacklings |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tackling (en)
- η αντιμετώπιση
- ↪ the tackling of the problem
- η αντιμετώπιση του προβλήματος
- ↪ the tackling of the problem
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]tackling (en)