stato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stato | statoj |
αιτιατική | staton | statojn |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stato (eo)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stato (it)