smak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /smak/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

smak (pl) αρσενικό

  • η γεύση ως:
    1. μία από τις πέντε αισθήσεις
    2. η εντύπωση που δημιουργεί στη γλώσσα κάτι που τρώμε
    3. (μεταφορικά) η ευχάριστη ή δυσάρεστη εντύπωση που αφήνει κάτι που ζούμε

Συγγενικά

[επεξεργασία]