shape
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
shape | shapes |
shape (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το σχήμα, η φόρμα, η εξωτερική μορφή με τη οποία εμφανίζεται κάτι
- ⮡ What is the shape of the Earth?
- Τι σχήμα έχει η Γη;
- ⮡ The hat got crumpled and lost its shape.
- Το καπέλο τσαλακώθηκε κι έχασε τη φόρμα του.
- ⮡ What is the shape of the Earth?
- (μη μετρήσιμο) η φόρμα, η σωματική κατάσταση
- ⮡ He exercises daily to keep in good shape.
- Γυμνάζεται καθημερινά για να διατηρείται σε καλή φόρμα.
- ⮡ He exercises daily to keep in good shape.
- (μη μετρήσιμο) η κατάσταση, οι συγκεκριμένες ιδιότητες ή χαρακτηριστικά κάτι
- ⮡ His finances are in good/bad shape.
- Τα οικονομικά του είναι σε καλή/κακή κατάσταση.
- ⮡ His finances are in good/bad shape.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | shape |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shapes |
αόριστος | shaped |
παθητική μετοχή | shaped |
ενεργητική μετοχή | shaping |
shape (en)
- (μεταβατικό) φτιάχνω, σχηματίζω, πλάθω, σε σχήμα κάτι, κάνω κάτι σε ένα συγκεκριμένο σχήμα
- ⮡ I am shaping pots out of clay.
- Φτιάχνω/Σχηματίζω αγγεία από πηλό.
- ⮡ shaped like an orange - σε σχήμα πορτοκαλιού
- ⮡ Take pieces of dough and shape them into little balls.
- Παίρνετε κομμάτια ζύμης και τα πλάθετε σε μπαλάκια.
- ⮡ I am shaping pots out of clay.
- (μεταβατικό) διαμορφώνω, σχηματίζω, έχω σημαντική επιρροή στον τρόπο που αναπτύσσεται κάποιος ή κάτι
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- shape (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- shape (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 224, 861. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαμορφώνω, σχηματίζω