shape

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
shape shapes

shape (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το σχήμα, η φόρμα, η εξωτερική μορφή με τη οποία εμφανίζεται κάτι
    ⮡  What is the shape of the Earth?
    Τι σχήμα έχει η Γη;
    ⮡  The hat got crumpled and lost its shape.
    Το καπέλο τσαλακώθηκε κι έχασε τη φόρμα του.
  2. (μη μετρήσιμο) η φόρμα, η σωματική κατάσταση
    ⮡  He exercises daily to keep in good shape.
    Γυμνάζεται καθημερινά για να διατηρείται σε καλή φόρμα.
  3. (μη μετρήσιμο) η κατάσταση, οι συγκεκριμένες ιδιότητες ή χαρακτηριστικά κάτι
    ⮡  His finances are in good/bad shape.
    Τα οικονομικά του είναι σε καλή/κακή κατάσταση.

Συγγενικά

[επεξεργασία]
ενεστώτας shape
γ΄ ενικό ενεστώτα shapes
αόριστος shaped
παθητική μετοχή shaped
ενεργητική μετοχή shaping

shape (en)

  1. (μεταβατικό) φτιάχνω, σχηματίζω, πλάθω, σε σχήμα κάτι, κάνω κάτι σε ένα συγκεκριμένο σχήμα
    ⮡  I am shaping pots out of clay.
    Φτιάχνω/Σχηματίζω αγγεία από πηλό.
    ⮡  shaped like an orange - σε σχήμα πορτοκαλιού
    ⮡  Take pieces of dough and shape them into little balls.
    Παίρνετε κομμάτια ζύμης και τα πλάθετε σε μπαλάκια.
  2. (μεταβατικό) διαμορφώνω, σχηματίζω, έχω σημαντική επιρροή στον τρόπο που αναπτύσσεται κάποιος ή κάτι
    ⮡  I am shaping an opinion on something.
    Διαμορφώνω μια γνώμη για κάτι.
    ⮡  They shaped their lives upon certain principles.
    Διαμόρφωσαν τη ζωή τους πάνω σε ορισμένες αρχές.
    ⮡  It shapes a child’s character.
    Σχηματίζει το χαρακτήρα ενός παιδιού.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη form

Παράγωγα

[επεξεργασία]