search

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
search searches

search (en)

  • η αναζήτηση
    ⮡  I want to do a search.
    Θέλω να κάνω μια αναζήτηση.
    ⮡  I’m in search of a new house./I’m on a search for a new house.
    Είμαι σε αναζήτηση νέου σπιτιού.
ενεστώτας search
γ΄ ενικό ενεστώτα searches
αόριστος searched
παθητική μετοχή searched
ενεργητική μετοχή searching

search (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ζητάω, αναζητώ, ερευνώ, ψάχνω προσεκτικά για κάτι ή κάποιον· εξετάζω ένα συγκεκριμένο μέρος όταν ψάχνω για κάτι ή κάποιον
    ⮡  What are you searching for?
    Τι ζητάς;
    ⮡  The police are searching for the child who went missing.
    Η αστυνομία αναζητάει το παιδί που χάθηκε.
    ⮡  I am searching for work/a job.
    Αναζητάω δουλειά.
    ⮡  Searching is really hard.
    Η αναζήτηση είναι πραγματικά δύσκολη.
    ⮡  He searched the drawer.
    Ερεύνησε το συρτάρι.
    ⮡  Who are you searching for?
    (Για) Ποιον ψάχνεις;
  2. (μεταβατικό) ψάχνω, εξετάζω τα ρούχα κάποιου, τις τσέπες του κτλ. για να βρω κάτι που μπορεί να κρύβει
    ⮡  The customs officer searched her luggage.
    Ο τελωνειακός έψαξε τις αποσκευές της.
  3. (αμετάβατο) ψάχνω, ερευνώ, σκέφτομαι προσεκτικά κάτι, ειδικά για να βρω την απάντηση σε ένα πρόβλημα
    ⮡  I searched for the right words.
    Έψαξα να βρω τα λόγια μου.
    ⮡  A committee of experts will search for the causes of the accident.
    Επιτροπή από ειδικούς θα ερευνήσει τα αίτια του ατυχήματος.