search
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
search | searches |
search (en)
- η αναζήτηση
- ⮡ I want to do a search.
- Θέλω να κάνω μια αναζήτηση.
- ⮡ I’m in search of a new house./I’m on a search for a new house.
- Είμαι σε αναζήτηση νέου σπιτιού.
- ⮡ I want to do a search.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | search |
γ΄ ενικό ενεστώτα | searches |
αόριστος | searched |
παθητική μετοχή | searched |
ενεργητική μετοχή | searching |
search (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ζητάω, αναζητώ, ερευνώ, ψάχνω προσεκτικά για κάτι ή κάποιον· εξετάζω ένα συγκεκριμένο μέρος όταν ψάχνω για κάτι ή κάποιον
- ⮡ What are you searching for?
- Τι ζητάς;
- ⮡ The police are searching for the child who went missing.
- Η αστυνομία αναζητάει το παιδί που χάθηκε.
- ⮡ I am searching for work/a job.
- Αναζητάω δουλειά.
- ⮡ Searching is really hard.
- Η αναζήτηση είναι πραγματικά δύσκολη.
- ⮡ He searched the drawer.
- Ερεύνησε το συρτάρι.
- ⮡ Who are you searching for?
- (Για) Ποιον ψάχνεις;
- ⮡ What are you searching for?
- (μεταβατικό) ψάχνω, εξετάζω τα ρούχα κάποιου, τις τσέπες του κτλ. για να βρω κάτι που μπορεί να κρύβει
- ⮡ The customs officer searched her luggage.
- Ο τελωνειακός έψαξε τις αποσκευές της.
- ⮡ The customs officer searched her luggage.
- (αμετάβατο) ψάχνω, ερευνώ, σκέφτομαι προσεκτικά κάτι, ειδικά για να βρω την απάντηση σε ένα πρόβλημα
- ⮡ I searched for the right words.
- Έψαξα να βρω τα λόγια μου.
- ⮡ A committee of experts will search for the causes of the accident.
- Επιτροπή από ειδικούς θα ερευνήσει τα αίτια του ατυχήματος.
- ⮡ I searched for the right words.