roof
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
roof | roofs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]roof (en)
- η στέγη, η σκεπή, για κτίριο ή όχημα
- ↪ The helicopter landed on the roof of the building.
- Το ελικόπτερο προσγειώθηκε στη στέγη του κτιρίου.
- ↪ The helicopter landed on the roof of the building.