rig

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας rig
γ΄ ενικό ενεστώτα rigs
αόριστος rigged
παθητική μετοχή rigged
ενεργητική μετοχή rigging

rig (en)

  • παγιδεύω, τοποθετώ κάπου έναν μηχανισμό για να προκαλέσω ζημιά
    ⮡  They had rigged the door with explosives.
    Είχαν παγιδεύσει την πόρτα με εκρηκτικά.