reto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reto | retoj |
αιτιατική | reton | retojn |
reto (eo)
- το δίκτυο
- (κατ’ επέκταση) το διαδίκτυο, το ίντερνετ