regret
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]regret (en)
- μετανιώνω
- λυπούμαι
- ↪ We regret the inconvenience caused to you
- Λυπούμαστε για την αναστάτωση που σας προκάλεσε.
- ↪ We regret the inconvenience caused to you
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
regret | regrets |
regret (fr) αρσενικό
- η λύπη, η απογοήτευση, η μεταμέλεια