regret

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

regret (en)

  1. μετανιώνω
  2. λυπούμαι
    We regret the inconvenience caused to you
    Λυπούμαστε για την αναστάτωση που σας προκάλεσε.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
regret regrets

regret (fr) αρσενικό