redaction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
redaction < λατινική redactio < redigere

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

redaction (en)

  1. η επιμελημένη ή λογοκριμμένη έκδοση ενός κειμένου
  2. οι αλλαγές που έγιναν κατά τη διάρκεια της διόρθωσης-επιμέλειας ενός κειμένου
  3. η διαδικασία της διόρθωσης-επιμέλειαςλογοκρισίας) ενός κειμένου

Συγγενικά

[επεξεργασία]