proxy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɹɒk.si/ (βρετανικό)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

proxy (en)

  1. πληρεξούσιος
  2. διαμεσολαβητής
  3. αντίκλητος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
proxy proxies

proxy (en)

  1. το πληρεξούσιο
  2. (λογισμικό) λογισμικό που παρεμβαίνει στην λειτουργία ενός άλλου λογισμικού (έχει την ίδια διεπαφή) με σκοπό την παροχή επιπλέον λειτουργικότητας
    υπώνυμα: caching proxy, proxy server

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • proxy στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια