pop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Στη δομή της στοίβας (LIFO) το εξερχόμενο στοιχείο αφαιρείται από την την κορυφή της.

Επίθετο

[επεξεργασία]

pop (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pop pops

pop (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (μετρήσιμο) ο ήχος 'ποπ'
  2. (μη μετρήσιμο, μουσική) η ποπ, το καλλιτεχνικό ύφος
  3. (πληροφορική) αφαιρώ στοιχείο από στοίβα (stack) [1]
     αντώνυμα: push
  4. (λαϊκότροπο, προφορικό, θωπευτικό) ο μπαμπάς
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη father
ενεστώτας pop
γ΄ ενικό ενεστώτα pops
αόριστος popped
παθητική μετοχή popped
ενεργητική μετοχή popping

pop (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) εκρήγνυμαι, σκάω
    At the end of the party the children popped all the balloons.
    Στο τέλος της γιορτής τα παιδιά σκάσανε όλα τα μπαλόνια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη explode
  2. (αμετάβατο, ανεπίσημο) πετιέμαι, περνάω, κάνω σύντομη επίσκεψη, πηγαίνω κάπου κοντά, στα γρήγορα και βιαστικά
    Pop over to/Pop by the kiosk to get cigarettes.
    Πετάξου ως το περίπτερο να πάρεις τσιγάρα.
    I happened to be passing by and thought I would pop in for a bit to see what you are up to.
    Περνούσα τυχαία κι είπα να πεταχτώ για λίγο να δω τι κάνεις.
    I popped in to say hello to him.
    Πέρασα να του πω ένα γεια σου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stop by
  3. (μεταβατικό, ανεπίσημο, ειδικά βρετανική σημασία) πετάω, ρίχνω, βάζω κάτι ξαφνικά με γρήγορη κίνηση
    She popped the letter into a drawer.
    Πέταξε/Έριξε το γράμμα σ' ένα συρτάρι.
  4. (μεταβατικό) βγάζω σπυρί
    He popped a bad pimple.
    Έβγαλε ένα κακό σπυρί.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 182, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pop (fr)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pop (fy)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pop (fi)