pop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]pop (en) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pop | pops |
pop (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (μετρήσιμο) ο ήχος 'ποπ'
- (μη μετρήσιμο, μουσική) η ποπ, το καλλιτεχνικό ύφος
- (πληροφορική) αφαιρώ στοιχείο από στοίβα (stack) [1]
- (λαϊκότροπο, προφορικό, θωπευτικό) ο μπαμπάς
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | pop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pops |
αόριστος | popped |
παθητική μετοχή | popped |
ενεργητική μετοχή | popping |
pop (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εκρήγνυμαι, σκάω
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) πετιέμαι, περνάω, κάνω σύντομη επίσκεψη, πηγαίνω κάπου κοντά, στα γρήγορα και βιαστικά
- ↪ Pop over to/Pop by the kiosk to get cigarettes.
- Πετάξου ως το περίπτερο να πάρεις τσιγάρα.
- ↪ I happened to be passing by and thought I would pop in for a bit to see what you are up to.
- Περνούσα τυχαία κι είπα να πεταχτώ για λίγο να δω τι κάνεις.
- ↪ I popped in to say hello to him.
- Πέρασα να του πω ένα γεια σου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stop by
- ↪ Pop over to/Pop by the kiosk to get cigarettes.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο, ειδικά βρετανική σημασία) πετάω, ρίχνω, βάζω κάτι ξαφνικά με γρήγορη κίνηση
- ↪ She popped the letter into a drawer.
- Πέταξε/Έριξε το γράμμα σ' ένα συρτάρι.
- ↪ She popped the letter into a drawer.
- (μεταβατικό) βγάζω σπυρί
- ↪ He popped a bad pimple.
- Έβγαλε ένα κακό σπυρί.
- ↪ He popped a bad pimple.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- pop (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- pop (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- pop (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695, 697, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ, πετώ, ρίχνω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 182, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pop (fr)
Δυτικά φριζικά (fy)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pop (fy)
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pop (fi)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επίθετα χωρίς παραθετικά (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Μουσική (αγγλικά)
- Πληροφορική (αγγλικά)
- Λαϊκότροποι όροι (αγγλικά)
- Προφορικοί όροι (αγγλικά)
- Θωπευτικοί όροι (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'stop' (αγγλικά)
- Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
- Βρετανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Δυτική φριζική γλώσσα
- Ουσιαστικά (δυτικά φριζικά)
- Φινλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (φινλανδικά)