pleasant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός pleasant
συγκριτικός pleasanter / more pleasant
υπερθετικός pleasantest / most pleasant

pleasant (en)

  1. ευχάριστος, ωραίος, απολαυστικός
  2. (για άνθρωπο) ευχάριστος, πρόσχαρος