piece
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
piece | pieces |
piece (en)
- το κομμάτι, ένα στοιχείο από ένα σύνολο ομοειδών πραγμάτων (με μη αριθμητά ουσιαστικά)
- ⮡ a piece of meat/bread/glass - ένα κομμάτι κρέας/ψωμί/χαρτί/γυαλί
- ⮡ Can I get a bigger piece of pie?
- Μπορώ να πάρω ένα μεγαλύτερο κομμάτι πίτα;
- ⮡ a piece of garbage - ένα σκουπίδι
- ⮡ a piece of furniture - ένα έπιπλο
- ⮡ a piece of news - μία είδηση
- ⮡ a piece of advice - μία συμβουλή
- ⮡ a piece of information - μία πληροφορία
- το κομμάτι
- ⮡ a piece of music - ένα μουσικό κομμάτι
- το κομμάτι στα επιτραπέζια παιχνίδια, το πιόνι
- κέρμα αξίας μικρότερης της μίας (1) νομισματικής μονάδας
- καλλιτεχνική σύνθεση (έργο μουσικό, λογοτεχνικό κλπ)
- She played two beautiful pieces on the piano.
- κανόνι του πυροβολικού
Παράγωγα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]piece (en)
- → δείτε το phrasal verb piece together