permanently
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | permanently |
συγκριτικός | more permanently |
υπερθετικός | most permanently |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]permanently (en)
- μόνιμα
- ↪ We permanently settled into our new home.
- Εγκατασταθήκαμε μόνιμα στο νέο μας σπίτι.
- ↪ We permanently settled into our new home.