payroll

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
payroll payrolls

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
payroll < pay + roll

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

payroll (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 431-432. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κατάσταση