pat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | pat |
συγκριτικός | more pat |
υπερθετικός | most pat |
pat (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pat | pats |
pat (en)
- το σκούντημα, το χτυπηματάκι
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | pat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pats |
αόριστος | patted |
παθητική μετοχή | patted |
ενεργητική μετοχή | patting |
pat (en)
- χαϊδεύω, χτυπάω μαλακά, αγγίζω κάποιον ή κάτι μαλακά αρκετές φορές με το χέρι μου ανοιχτό, ειδικά για να δείξω ευγενικά συναισθήματα
- ↪ I am patting the dog.
- Χαϊδεύω το σκυλί.
- ↪ He patted the child’s head.
- Χάιδεψε το κεφάλι του παιδιού.
- ↪ I pat a pillow to flatten it.
- Χτυπάω ένα μαξιλάρι για να στρώσει.
- ↪ I am patting the dog.
Πηγές
[επεξεργασία]- pat (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- pat (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- pat (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- pat (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 958. ISBN 9780194325684., λήμμα: χαϊδεύω
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pat (ro)
- το κρεβάτι