parente
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]parente (pt) < λατινικό parens
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
parente | parentes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]parente (pt)
- ο συγγενής
Επίθετο
[επεξεργασία]parente (pt)
- ο,η συγγενής (π.χ. συγγενής γλώσσα), ο συγγενικός