osé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | osé | osés |
θηλυκό | osée | osées |
osé (fr)
- τολμηρός
- (κατ’ επέκταση) « τολμηρός », που μπορεί να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των άλλων