ol
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ol < γερμανική als
Μόριο
[επεξεργασία]ol (eo)
- estas pli da virinoj ol viroj en la nova kabineto
- υπάρχουν περισσότερες γυναίκες παρά άντρες στο νέο υπουργικό συμβούλιο
Σλοβενικά (sl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ol (sl)
- η μπύρα