mime

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας mime
γ΄ ενικό ενεστώτα mimes
αόριστος mimed
παθητική μετοχή mimed
ενεργητική μετοχή miming

mime (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mime < λατινική mimus < αρχαία ελληνική μῖμος

Προφορά

[επεξεργασία]
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mime mimes

mime (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]