mime
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | mime |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mimes |
αόριστος | mimed |
παθητική μετοχή | mimed |
ενεργητική μετοχή | miming |
Ρήμα
[επεξεργασία]mime (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- mime < λατινική mimus < αρχαία ελληνική μῖμος
Προφορά
[επεξεργασία]- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mime | mimes |
mime (fr) αρσενικό
- ο μίμος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (γαλλικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)