merde

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
merde < λατινική merda

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
merde merdes

merde (fr) θηλυκό

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

merde (fr)

  1. (χυδαίο) σκατά
  2. (χυδαίο) γαμώτο!
  3. (χυδαίο) καλή τύχη

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]