ma

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: MA

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

ma (fr) θηλυκό (πληθυντικός mes)

  • κτητική αντωνυμία α' προσώπου για έναν κτήτορα: μου



Αντωνυμία

[επεξεργασία]

ma (et)



Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

ma (io)



Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

ma (it)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ma (nl)



Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ma (pl)

  • γ' ενικό πρόσωπο του ρήματος mieć

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ma < me + a

Συγχώνευση

[επεξεργασία]

ma (pt)