loco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

loco (es)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
loco < locus

loco

  1. βάζω, τοποθετώ
  2. διευθετώ, τακτοποιώ
  3. δανείζω, νοικιάζω