leu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

leu



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

leu (ro) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) λιοντάρι
  2. το λέι, εθνικό νόμισμα της Ρουμανίας