langue d'oc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αυτός ο όρος δημιουργήθηκε από τον Δάντη στο βιβλίο του De vulgari eloquentia (1303-1304), στο οποίο ξεχωρίζει τρεις ρομανικές γλώσσες ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο λένε ναι:
- την langue d'oc (lingua d’oco)
- → δείτε τη λέξη oc
- την langue d'oïl (απ' όπου προέρχονται τα γαλλικά)
- → δείτε τη λέξη oïl
- την langue de si (απ' όπου προέρχονται τα ιταλικά)
- → δείτε τη λέξη si
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
langue d'oc | langues d'oc |
langue d'oc (fr) θηλυκό
- (γλωσσολογία) (γλώσσα) ρομανική γλώσσα που μιλιέται κυρίως στα νότια της Γαλλίας, όπου το « ναι » λέγεται òc
- ※ On affirme trop souvent qu'après la première génération félibréenne et les œuvres de Roumanille, d'Aubanel et de Mistral, la littérature de langue d’oc n'a point soutenu sa valeur, et que, Mistral disparu, le Félibrige a reçu un coup mortel.
- → λείπει η μετάφραση
- Émile Ripert, Le Félibrige, Armand Collin, 1924, σελ. 129)
- ※ On affirme trop souvent qu'après la première génération félibréenne et les œuvres de Roumanille, d'Aubanel et de Mistral, la littérature de langue d’oc n'a point soutenu sa valeur, et que, Mistral disparu, le Félibrige a reçu un coup mortel.