lama
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lama (en)
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lama | lamas |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lama (fr) αρσενικό
- λάμα, προβατοκάμηλος
- βουδιστής ιερέας στο Θιβέτ και στους Μογγόλους