invertébré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛ̃.vɛʁ.te.bʁe/
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | invertébré | invertébrés |
θηλυκό | invertébrée | invertébrées |
invertébré (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]invertébré (fr) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό