fuite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fuite fuites

fuite (fr) θηλυκό

  1. η φυγή, το φευγιό
  2. η διαρροή
  3. το φούιτ
  4. η φυγάδευση

Συγγενικά

[επεξεργασία]