fool
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fool | fools |
fool (en)
- κάποιος ανόητος, ηλίθιος
- ο γελωτοποιός
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | fool |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fools |
αόριστος | fooled |
παθητική μετοχή | fooled |
ενεργητική μετοχή | fooling |
fool (en)